Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Νήσοι Μαλβίνες: Η εθνική κυριαρχία στο απόσπασμα, Δημήτρης Καλτσώνης

Υπόθεση Μαλβίνες: Αποαποικιοποίηση και εθνική κυριαρχία - The Press Project - Ειδήσεις, Αναλύσεις, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση

Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής
θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Λίγοι στην Ελλάδα γνωρίζουν τις Νήσους Μαλβίνες, το σύμπλεγμα των μικρών νησιών του νότιου Ατλαντικού με πληθυσμό όχι πάνω από 3000 κατοίκους. Περιλαμβάνει εκτός από τις Μαλβίνες τα νησιά της Νότιας Γεωργίας και Νότιων Σάντουιτς. Απέχουν 250 μίλια από τις ακτές της Αργεντινής και 8000 μίλια από τη Βρετανία. Οι περισσότεροι ίσως τα έχουν ακούσει με το αγγλικό τους όνομα: Φώκλαντς. Άλλοι τα μπερδεύουν με τις Μαλβίδες που βρίσκονται στον Ινδικό και που επίσης ήταν αποικία της Βρετανίας μέχρι το 1965.   

        
Η ιστορία τους και η πολιτική εκκρεμότητα που υφίσταται μας εδιαφέρουν, όσο και αν  τα νησιά βρίσκονται πολύ μακριά. Ο παγκοσμιοποιημένος πλανήτης μας έχει γίνει πια πολύ κοινός, ό,τι συμβαίνει σε μια γωνιά του κόσμου έχει επίπτωση παντού. Σήμερα το ξέρουμε και το καταλαβαίνουμε ίσως πολύ καλύτερα από το παρελθόν.

            Οι Νήσοι Μαλβίνες ήταν μέρος της ισπανικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε κυριεύσει τη λατινοαμερικανική υποήπειρο μετά την “ανακάλυψη” της Αμερικής από τους Ευρωπαίους. Γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά τα αβάσταχτα βάσανα που επέφερε η ισπανική αποικιοκρατία στην περιοχή. Εκατομμύρια γηγενείς πληθυσμοί εξοντώθηκαν, υποδουλώθηκαν, έγιναν αντικείμενο της πιο σκληρής και απάνθρωπης εκμετάλλευσης. Ο πληθυσμός τους υπολογίζεται ότι ήταν γύρω στα 50 εκατομμύρια το 1500 για να πέσει εξαιτίας όλων αυτών σε λιγότερο από 6 εκατομμύρια δυο αιώνες μετά[1].

            Από τη δεκαετία του 1810 και μετά ξέσπασε το επαναστατικό κύμα ενάντια στην ισπανική αποικιοκρατία που οδήγησε μέσα από πολύχρονο αγώνα στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στη Λατινική Αμερική. Το κύμα εθνικής ανεξαρτησίας ήταν μέρος της διεθνούς κίνησης υπέρβασης της φεουδαρχίας που εγκαινίασε με τόσο εμφατικό τρόπο η γαλλική επανάσταση. Σύστοιχη και παράλληλη χρονικά είναι η πορεία της ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης.

            Με την αποχώρηση των Ισπανών, την κυριαρχία επί των Νήσων Μαλβίνων ανέλαβαν οι νεοσύτατες αρχές του κράτους της Αργεντινής. Αυτό φυσικά δεν έγινε αυτόματα καθώς η μετάβαση στο ανεξάρτητο κράτος ήταν μια δύσκολη και επώδυνη πορεία γεμάτη συγκρούσεις. Πάντως, παρά το γεγονός ότι η πολυτάραχη προσπάθεια για ανεξαρτησία δεν είχε ολοκληρωθεί, το 1816 είχε ήδη εγκατασταθεί η κυριαρχία της Αργεντινής επί των νησιών.

            Ο 19ος αιώνας όμως υπήρξε ο αιώνας της βρετανικής επικυριαρχίας επί της Λ. Αμερικής. Ήταν εξάλλου ο αιώνας της βρετανικής μονοκρατορίας ανά τον κόσμο. Τότε στήθηκε η παγκόσμια αποικιοκρατική αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας. Η υποδούλωση της Κίνας έγινε επίσης την ίδια περίοδο. Οι πόλεμοι του οπίου και οι ταπεινωτικές συνθήκες που επέβαλλαν στους Κινέζους οι Βρετανοί συνοδεύτηκε με τη λεηλασία και καταστροφή του θερινού ανακτόρου στο Πεκίνο[2]. Μην ξεχνάμε ότι ακριβώς στην αρχή αυτού του αιώνα εκλάπησαν τα γλυπτά του Παρθενώνα από τον Έλγουιν.

            Την ίδια ακριβώς περίοδο, συγκεκριμένα το 1833, οι Βρετανοί κατέλαβαν στρατιωτικά τις Μαλβίνες. Η γεωγραφική τους θέση στο νότιο Ατλαντικό είχε εξαιρετική σημασία για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή πριν την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ (1859). Για να ισχυροποιήσουν και μονιμοποιήσουν την κυριαρχία τους, οι Βρετανοί εκδίωξαν τους κατοίκους των νησιών και μετέφεραν εκεί Βρετανούς εποίκους. Από το 1833 επομένως χρονολογείται η κατοχή των νησιών από τη Μεγάλη Βρετανία. Η Αργεντινή όσο και τα γειτονικά της κράτη αντέδρασαν διπλωματικά στην ενέργεια αυτή από την αρχή[3].

            Έτσι η εκκρεμότητα αυτή φτάνει ως τις μέρες μας. Πρόκειται για ένα απομεινάρι της αποικιοκρατικής βρετανικής πολιτικής. Για να γίνει κατανοητή η αναλογία, ας υπενθυμίσουμε ότι η Βρετανική αποικιοκρατική κατοχή της Κύπρου ξεκίνησε το 1878. Να σημειωθεί επίσης ότι δυο χρόνια πριν τη βρετανική εισβολή στις Μαλβίνες, το 1831, οι ΗΠΑ επιχείρησαν ουσιαστικά να καταλάβουν τα νησιά για λογαριασμό τους. 

            Η περίοδος της αποαποικιοποίησης

             Οι πρώτες δεκαετίες μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίστηκαν από την παγκόσμια άνοδο των επαναστατικών κινημάτων και των κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης. Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν τέτοιος που διευκόλυνε την ανατροπή και το ξήλωμα σε μεγάλο βαθμό της αποικιοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα του τερματισμού της βρετανικής αποικιοκρατικής κατοχής επί των Νήσων Μαλβίνων ήρθε με έμφαση στο προσκήνιο.

            Η Αργεντινή βέβαια καθ’όλη τη διάρκεια από το 1833 και μετά διεκδικούσε πάγια την επιστροφή των Μαλβίνων. Όμως η δεκαετία του 1960 ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή για την προβολή και διεκδίκηση του αιτήματος. Στη Λατινική Αμερική, μετά το τέλος της νεοαποικιοκρατικής κυριαρχίας των ΗΠΑ στην Κούβα το 1959, το ζήτημα του τερματισμού της αποικιοκρατίας στο Πουέρτο Ρίκο, της απόδοσης της διώρυγας στον Παναμά και η υπόθεση των Μαλβίνων ήταν από τα κορυφαία αντιαποικιοκρατικά αιτήματα των λαών της Λ. Αμερικής[4].

            Η Βρετανία, όπως και οι άλλες αποικιοκρατικές, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντιτάχθηκαν σθεναρά στην προοπτική της κατάργησης του αποικιακού συστήματος. Χρησιμοποίησαν ωμή βία προκαλώντας εκατομμύρια νεκρών σε όλο τον κόσμο. Αξιοποίησαν επιδέξια διπλωματικούς ελιγμούς προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Όταν πλέον αναγκάζονταν να αποσυρθούν, φρόντιζαν να δημιουργήσουν συνθήκες κατάλληλες για να επανέλθουν ως ρυθμιστές της κατάστασης. Γνωρίζουμε πολύ καλά τη βίαιη αντίδραση της Βρετανίας στο Κυπριακό, όπως και τον μακρόχρονο αιματηρό πόλεμο ανεξαρτησίας του Βιετνάμ, πρώτα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία και στη συνέχεια ενάντια στις ΗΠΑ. Πολύ γνωστά είναι επίσης τα συμβάντα του πολέμου στο Σουέζ, που εξαπέλυσαν ανεπιτυχώς η Βρετανία και η Γαλλία το 1956 για να αποτρέψουν το αυτονόητο δικαίωμα της Αιγύπτου να ελέγχει τη διώρυγα[5].

            Το διεθνές κλίμα όμως ευνοούσε τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης. Αυτό αποτυπώθηκε στην Απόφαση 1514 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (14 Δεκεμβρίου 1960). Εκεί διακηρυσσόταν ότι η υποδούλωση και η εκμετάλλευση λαών είναι αντίθετη στις αρχές του Καταστατικού Χάρτη και στα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι οι λαοί έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και ότι πρέπει να γίνεται σεβαστή η εθνική ενότητα και εδαφική ακεραιότητα των κρατών.

            Η Απόφαση 1514 εξειδικεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Στην Απόφαση 2065 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (16 Δεκεμβρίου 1965) ασχολούνταν αποκλειστικά με τις Μαλβίνες. Όριζε ξεκάθαρα ότι η υπόθεση των Νήσων Μαλβίνων αποτελεί περίπτωση στην οποία έχει εφαρμογή η Απόφαση 1514 περί αποαποικιοποίησης. Καλούσε γι’ αυτό την Αργεντινή και τη Μ. Βρετανία να ξεκινήσουν το διάλογο υπό την αιγίδα της αρμόδιας Επιτροπής Αποαποικιοποίησης του ΟΗΕ με σκοπό τη μεταβίβαση της κυριαρχίας των Μαλβίνων στην Αργεντινή.

            Το βασικό νομικό – διπλωματικό αντεπιχείρημα της Βρετανίας ήταν και παραμένει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των κατοίκων των νησιών[6]. Το 2013 μάλιστα διοργανώθηκε δημοψήφισμα με το οποίο επικυρώθηκε με συντριπτικό ποσοστό, όπως ήταν αναμενόμενο, η βούληση των βρετανών κατοίκων να ανήκουν στη Μ. Βρετανία. Η επίκληση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση είναι παραπλανητική. Πόρρω απέχει από την αλήθεια. Οι βρετανοί κάτοικοι των νησιών είναι αποτέλεσμα του εποικισμού, αφού οι ντόπιοι κάτοικοι εκδιώχθησαν βίαια. Πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο με τον παράνομο εποικισμό των κατεχόμενων από το Ισραήλ εδαφών της Παλαιστίνης ή τον εποικισμό των κατεχόμενων της Κύπρου από την Τουρκία. Οι Μαλβίνες είναι μια αποικία. Αποσπάστηκαν δια της βίας από την Αργεντινή, η οποία υπήρξε καθολικός διάδοχος της Ισπανίας στην περιοχή.         

             Ο πόλεμος του 1982

             Μια πολύ σημαντική στιγμή στην υπόθεση των Νήσων Μαλβίνων είναι αναμφίβολα ο πόλεμος του 1982. Λόγω του πολέμου, το θέμα ήρθε στην επικαιρότητα ακόμη και των πιο απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη.

            Το αιμοσταγές βάρβαρο δικτατορικό καθεστώς που είχε επιβληθεί από το 1976 στην Αργεντινή περνούσε βαθιά κρίση, τόσο οικονομική όσο και πολιτική[7]. Αναζητούσε εναγωνίως, με κάθε τρόπο, μια διέξοδο. Εξαπέλυσε γι’ αυτό μια στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης των Μαλβίνων. Φιλοδοξούσε έτσι να αποκτήσει μια κάποια συναίνεση και να ξεπεράσει την βαθιά  κρίση αξιοπιστίας. Η υπόθεση των Νήσων Μαλβίνων ευαισθητοποιούσε την κοινή γνώμη και γι’ αυτό εργαλειοποιήθηκε από τη χούντα προκειμένου να αντιμετωπίσει την ολοένα διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Πράγματι δημιούργησε για λίγο μια συσπείρωση γύρω από το στόχο της απελευθέρωσης των Μαλβίνων που κατέρρευσε ταχύτατα με τη στρατιωτική ήττα. Περιβόητο έγινε το λαϊκό σύνθημα “Οι Μαλβίνες είναι της Αργεντινής, οι αγνοούμενοι επίσης”.

            Η χούντα της Αργεντινής υπολόγιζε στη βοήθεια ή έστω στην ανοχή των ΗΠΑ, του μεγάλου της συμμάχου στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Υπολόγιζε επίσης ότι η Βρετανία δεν θα αντιδρούσε. Η δικτατορική ηγεσία της Αργεντινής ερμήνευσε λαθεμένα τα σημάδια της οικονομικής παρακμής της Βρετανίας υποτιμώντας τη βούληση κα τη δυνατότητά της να αναλάβει στρατιωτική δράση. Υπερτίμησε επίσης τις λίγες φωνές που υπήρχαν στο εσωτερικό της βρετανικής κυβέρνησης, που υποστήριζαν την απαλλαγή της Βρετανίας από τις Μαλβίνες προκειμένου να μπορέσει η Βρετανία να επικεντρώσει την προσπάθεια ανάκαμψής της σε άλλους τομείς. Εκτός των άλλων, η Αργεντινή ήταν ένας πολύ καλός πελάτης των βρετανικών οπλικών συστημάτων εκείνη την εποχή. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η Αργεντίνικη χούντα, παρά την στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης των νησιών, δεν έλαβε ουσιαστικά μέτρα για να τα κρατήσει υπό τη διοίκησή της.

            Η τέτοια διαχείριση ενός σοβαρού εθνικού ζητήματος από τη χούντα δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την αντίστοιχη πολιτική της ελληνικής δικτατορίας 1967-1974 στο κυπριακό[8].

            Η Βρετανία απάντησε στρατιωτικά και επανέφερε την κυριαρχία της στα νησιά. Ο πόλεμος κράτησε δυόμιση μήνες και κόστισε τη ζωή σε σχεδόν 700 Αργεντινούς και περίπου 300 Βρετανούς στρατιώτες. Στη στρατιωτική επικράτηση της Βρετανίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο δικτατορικός χαρακτήρας του καθεστώτος της Αργεντινής. Το καθεστώς είχε στρέψει τις ένοπλες δυνάμεις ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό” ενώ η πειθαρχία των στρατιωτών βασιζόταν στη βία και στην κακομεταχείριση.

            Οι ΗΠΑ είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο συμμαχικά κράτη. Ζυγίζοντας όλες τις παραμέτρους κατέληξαν να στηρίξουν τη βρετανική εισβολή, παρότι ανησυχούσαν ότι η στήριξη της Βρετανίας θα τροφοδοτούσε ακόμη παραπέρα τα αντιαμερικανικά αισθήματα των λαών της Λατινικής Αμερικής. Παρείχαν, μυστικά, όπλα, πληροφορίες και κάθε είδους υποστήριξη στη Βρετανία. Εξάλλου, ΗΠΑ και Βρετανία με κοινές προσπάθειες είχαν ανατρέψει λίγα χρόνια πριν (1955) με αιματηρό πραξικόπημα την κυβέρνηση του Περόν στην Αργεντινή[9]. Η Βρετανία ανταπέδωσε στις ΗΠΑ με διάφορους τρόπους τη βοήθεια στις Μαλβίνες, ένας εκ των οποίων ήταν η συμμετοχή των βρετανικών βάσεων στον βομβαρδισμό της Λιβύης το 1986[10].

            Το ΝΑΤΟ επίσης πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ της Βρετανίας. Παρόμοια στάση κράτησε η ΕΟΚ επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις στην Αργεντινή. Πέρα από την οικονομική και γεωστρατηγική σημασία της Βρετανίας, οι Μαλβίνες αποτελούσαν στρατηγικής σημασίας σημείο στην αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση και τις σοσιαλιστικές χώρες.

            Σημαντική βοήθεια στη στρατιωτική προσπάθεια της Βρετανίας για την ανακατάληψη των Μαλβίνων δόθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Α. Πινοσέτ στη Χιλή, παρά τον κοινό αντικομμουνιστικό αγώνα των δυο αιμοσταγών δικτατοριών. Χωρίς αυτή τη βοήθεια η Βρετανία θα είχε χάσει τον πόλεμο, όπως έχει επισημάνει ο Σ. Έντουαρντ πρώην ανώτατος αξιωματούχος της πολεμικής αεροπορίας της Βρετανίας, ο οποίος επισκέφθηκε μυστικά τη Χιλή εκείνη την περίοδο για να εξασφαλίσει τη στήριξη του Πινοσέτ[11]. Η Χιλή συγκέντρωσε στρατεύματα στα σύνορα με την Αργεντινή δημιουργώντας εύλογη ανησυχία ότι επίκειται σύρραξη. Έτσι, η Αργεντινή δεν μπορούσε να ενισχύσει περισσότερο τις δυνάμεις της στις Μαλβίνες. Παράλληλα η Χιλή βοήθησε και με άλλους τρόπους (πχ. με κρίσιμες πληροφορίες μέσω ραντάρ), που έγιναν γνωστοί μόνο μετά το 2012, όταν άνοιξαν τα σχετικά βρετανικά αρχεία.

            Πρέπει να σημειωθεί ότι η δεκαετία του 1980 ήταν γενικότερα μια περίοδος άμεσων, στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ στη Λ. Αμερική, πέρα από τις έμμεσες παρεμβάσεις μέσω υποκίνησης ή στήριξης στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Ο κατάλογος είναι μακρύς: Νικαράγουα, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Αϊτή, Γρενάδα κλπ[12].

            Η ήττα στον πόλεμο οδήγησε το δικτατορικό καθεστώς σε ακόμη μεγαλύτερη κρίση και λίγο μετά στην πτώση του. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τις αποφάσεις 502 και 505 καταδίκασε τη χρήση στρατιωτικής βίας από την Αργεντινή αλλά παράλληλα επιβεβαίωσε την πάγια θέση του για το ζήτημα της κυριαρχίας.

             Η υπόθεση των Μαλβίνων στον 21ο αιώνα

             Το ζήτημα της κυριαρχίας των Νήσων Μαλβίνων παραμένει άλυτο. Η Βρετανία εξακολουθεί να κατέχει στρατιωτικά τα νησιά. Επεκτείνει μάλιστα διαρκώς τις δραστηριότητές της. Οι Μαλβίνες έχουν τεράστια σημασία. Έχουν πρώτα απ’ όλα σημασία στρατιωτική ως πέρασμα του νότιου Ατλαντικού, λόγω γειτνίασης με την Ανταρκτική αλλά και λόγω γειτνίασης με σημαντικές περιοχές της Αφρικής. Γι’ αυτό οι Μαλβίνες είναι από τις πλέον στρατιωτικοποιημένες γωνιές του πλανήτη. Φαίνεται πως οι εκεί στρατιωτικές βάσεις φιλοξενούν ακόμη και πυρηνικά όπλα, παρά τη διακηρυγμένη βούληση των κρατών της νότιας Αμερικής να διατηρήσουν την ευρύτερη περιοχή απαλλαγμένη από την παρουσία τέτοιων όπλων.

            Είναι όμως σημαντικές και από οικονομική άποψη καθώς ο φυσικός πλούτος της περιοχής του νότιου Ατλαντικού είναι αμύθητος: από τα πλούσια αλιεύματα, τους σπάνιους πόρους και τους πολύτιμους μικροοργανισμούς μέχρι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η Βρετανία με διάφορους τρόπους επεκτείνει παράνομα την οικονομική εκμετάλλευση των νησιών λεηλατώντας ουσιαστικά το φυσικό πλούτο που ανήκει στην Αργεντινή Δημοκρατία.

            Ακόμη περισσότερο, η Βρετανία αρνείται ακόμη και το διάλογο με την Αργεντινή για το μέλλον των νησιών παρά το γεγονός ότι ο ΟΗΕ επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία την προσήλωσή του στην Απόφαση 2065. Όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και την περίοδο του πολέμου, παρότι καταδίκασε τη χρήση στρατιωτικής βίας από τη χούντα της Αργεντινής επανήλθε στο αίτημα της ανάγκης διαλόγου ανάμεσα στα δύο κράτη για την επίλυση του ζητήματος της κυριαρχίας.

            Η Αργεντινή παραμένει σταθερή στο αίτημα της διεκδίκησης της επιστροφής των νησιών στην κυριαρχία της. Το 1994 προστέθηκε στο Σύνταγμα η Πρώτη μεταβατική διάταξη η οποία ορίζει ότι:

            Το Αργεντινό έθνος επικυρώνει τη νόμιμη και απαράγραπτη κυριαρχία του επί των Nήσων Μαλβίνων, Νότιας Γεωργίας και Νότιων Σάντουιτς και των σχετικών νησιωτικών και θαλάσσιων χώρων, ως τμημάτων αναπόσπαστων του εθνικού εδάφους.

            Η ανάκτηση των εδαφών και η ολόπλευρη άσκηση της κυριαρχίας, με σεβασμό στον τρόπο ζωής των κατοίκων, και σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, συνιστούν ένα πάγιο και αδιαπραγμάτευτο στόχο του λαού της Αργεντινής”.

            Βέβαια η πολιτική πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Σημαντικό τμήμα της οικονομικής και πολιτικής άρχουσας τάξης έχει στην ουσία εγκαταλείψει το αίτημα. Αυτό εκφράστηκε με διάφορες συμφωνίες ανάμεσα στην Αργεντινή και στη Βρετανία που έδωσαν έμφαση στην ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών και προέβησαν σε παραχωρήσεις προς τη Βρετανία ήδη από τη δεκαετία του 1990, διευκολύνοντάς την στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής.

            Η κεντροαριστερή κυβέρνηση Ν. Κίρχνερ επανέφερε το ζήτημα της κυριαρχίας στο προσκήνιο. Το έθεσε μάλιστα για πρώτη φορά κατά τη συνάντησή του με τον τότε Βρετανό πρωθυπουργό Τόνυ Μπλερ. Στη συνέχεια όμως κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του συντηρητικού Μ. Μάκρι η κυβέρνηση της Αργεντινής πραγματοποίησε σοβαρά βήματα οπισθοδρόμησης από τη διεκδίκηση. Η συμφωνία Φοραδόρι - Ντάνκαν προέβλεπε διάφορες διευκολύνσεις προς τη Βρετανία προκειμένου να ασκεί ευχερέστερα την οικονομική εκμετάλλευση της περιοχής. Επρόκειτο για μια καταφανώς αντισυνταγματική συμφωνία που υπέγραψε η πλευρά της Αργεντινής[13].

            Το αίτημα ωστόσο της κατάργησης της αποικιοκρατικής κατοχής των Μαλβίνων παραμένει ζωντανό στη συνείδηση του λαού της Αργεντινής και των διαφόρων κινημάτων στη Λ. Αμερική. Αποτελεί αντικειμενικά τμήμα των διεκδικήσεων των λαών για εξάλειψη των υπολειμμάτων της αποικιοκρατίας αλλά και για τερματισμό της ιμπεριαλιστικής νεοαποικιοκρατίας. Το Πουέρτο Ρίκο αποτελεί ένα ακόμη κραυγαλέο παράδειγμα αποικιοκρατικής κυριαρχίας, όπως και η παράνομη κατοχή του Γκουαντάναμο της Κούβας από τις ΗΠΑ.

            Εξάλλου, πολλές νέες πληγές έχουν ανοίξει στα τέλη του 20ού και αρχές του 21ου αιώνα: από την επέμβαση του ΝΑΤΟ και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μέχρι την επιβολή προτεκτοράτων στο Κόσοβο και στη Βοσνία, την εισβολή στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία, στην περιοχή του Σαχέλ στην Αφρική και όπου αλλού. Οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη καταπατούν σε κάθε ευκαιρία την εθνική κυριαρχία των πιο αδύναμων κρατών. Επιβάλλουν την εξουσία τους, εκμεταλλεύονται και λεηλατούν τους φυσικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό. Στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της όξυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, τέτοια φαινόμενα μάλιστα εντείνονται.

             Οι όροι για την αποκατάσταση της κυριαρχίας

             Τα κλειδιά για την επίλυση του προβλήματος των Μαλβίνων παραμένουν τα ίδια. Προσήλωση στην αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας και στις αποφάσεις του ΟΗΕ. Για το σκοπό αυτό απαιτούνται διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα δύο μέρη, Αργεντινή και Βρετανία, με σκοπό να επιλυθεί το ζήτημα της κυριαρχίας στον πιο δυνατό σύντομο χρονικό ορίζοντα, με τρόπο δίκαιο, ειρηνικό και που θα λαμβάνει επίσης υπόψη του τα συμφέροντα των κατοίκων του νησιού.

            Υπάρχουν πιθανότητες επιτυχούς επίλυσης του ζητήματος; Με τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης δεν φαίνεται εφικτή η κάμψη της αδιαλλαξίας της Βρετανίας ώστε να προσέλθει σε διάλογο. Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν. Πρωτίστως δεν ζούμε πλέον σε ένα μονοπολικό κόσμο.

            Δεν υφίσταται πια η μονοκρατορία των ΗΠΑ. Η Κίνα και λιγότερο η Ρωσία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υφήλιο αλλά και ειδικά στη Λατινική Αμερική. Άρα μπορούν να αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της άσκησης πιέσεων στη Βρετανία. Η Κίνα ιδίως, εκτός των οικονομικών συναλλαγών και συμφερόντων που έχει στη Λ. Αμερική, έχει και ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Βρετανία. Οι προκλήσεις της Βρετανίας είτε μέσω της συμμετοχής στην AUKUS είτε μέσω της αποστολής πολεμικών πλοίων ανοιχτά της Κίνας είτε μέσω της υποδαύλισης των αντιθέσεων στην πρώην αποικία της στο Χονγκ Κονγκ, δεν θα μείνουν αναπάντητες από τη διαρκώς ενισχυόμενη Κίνα.

            Φυσικά η αξιοποίηση αυτή δεν πρέπει να οδηγήσει στην εναπόθεση όλων των ελπίδων εκεί. Το σημαντικότερο είναι να διατηρηθεί και αυξηθεί η πίεση που ασκούν οι λαοί της Λ. Αμερικής ενάντια στην αποικιοκρατία και ιμπεριαλιστική νεοαποικιοκρατία, η διεκδίκηση της αυτοτέλειάς τους και της δυνατότητάς τους να χαράσσουν το είδος της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης που επιθυμούν. Όσο δυναμώνει αυτή η προοπτική, τόσο θα δυναμώνουν και οι υποχωρήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πραγματοποιηθεί σοβαρά, αν και ασταθή, βήματα σε κάποιες χώρες της περιοχής και έχουν διαμορφώσει ένα διαφορετικό τοπίο.

            Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το διπλωματικό μέτωπο των χωρών της Λ. Αμερικής, οι οποίες σύσσωμες στηρίζουν το αίτημα της Αργεντινής. Στο βαθμό που ενισχύεται η εναλλακτική περιεφερειακή συνεργασία, το αίτημα γίνεται ακόμη πιο στέρεο. Μετατρέπεται από στενά εθνικό αίτημα σε περιφερειακό.

            Τέλος, αλλά ίσως το πλέον καίριο, είναι κατά τη γνώμη μου η ενδυνάμωση του εσωτερικού μετώπου διεκδίκησης στην Αργεντινή. Όσο πιο δραστήριο και ενεργό ρόλο διαδραματίζει ο λαϊκός παράγοντας στην πολιτική πραγματικότητα της Αργεντινής τόσο περισσότερο θα δυναμώνει το εσωτερικό μέτωπο. Όπως έχει δείξει η πράξη, σημαντικό τμήμα της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας έχει εγκαταλείψει το αίτημα για χάρη των οικονομικών της συμφερόντων.

            Από την άλλη, η επιτυχής διεκδίκηση προϋποθέτει την ισχυροποίηση της Αργεντινής. Αυτή, θεωρώ, περνά μέσα από το δρόμο της εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων και της αυτοδύναμης βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Ο δρόμος αυτός οδηγεί στην ενότητα και ετοιμότητα του λαϊκού παράγοντα, στην ισχυροποίηση (οικονομική, στρατιωτική, διπλωματική) της Αργεντινής. Άρα είναι ο δρόμος που μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη πίεση προς τη Βρετανία.

            Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν στο παρελθόν περιπτώσεις κατά τις οποίες μεγάλες δυνάμεις αναγκάστηκαν σε συντεταγμένη υποχώρηση. Η συμφωνία προέδρου του Παναμά Ο. Τορίχος με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζ. Κάρτερ για την παραχώρηση της διώρυγας ήταν τέτοια περίπτωση, το Χονγκ Κονγκ μια άλλη. Πρόσφατα -σε άλλες συνθήκες βέβαια- σημειώθηκε η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

            Σε κάθε περίπτωση ο τερματισμός της αποικιοκρατίας στις Μαλβίνες ενδιαφέρει και την Ελλάδα: όχι μόνο λόγω των ιστορικών δεσμών μας με τη Λ. Αμερική[14] αλλά και γιατί το κυπριακό είναι μια παρόμοια χαίνουσα πληγή[15], όπου η τουρκική κατοχή συνεχίζεται και οι τεράστιας έκτασης βρετανικές βάσεις στη μεγαλόνησο δεν αποτελούν ούτε τυπικά κυπριακό έδαφος.

            Στη σύγχρονη, δύσκολη ιστορική περίοδο, οφείλουμε να επιμείνουμε στην τήρηση των αρχών του ΟΗΕ: εξάλειψη κάθε μορφής αποικιοκρατίας, σεβασμός της εθνικής κυριαρχίας και του απαραβίαστου των συνόρων, μη επέμβαση στα εσωτερικά των κρατών, ειρηνική επίλυση των διαφορών, απόρριψη του πολέμου (και του προληπτικού) ως μέσου επίλυσης των διαφορών, οικοδόμηση σχέσεων φιλίας ανάμεσα στους λαούς.



[1]          Βλ. Μ. Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, Αθήνα, εκδ. Αιώρα, 2014, σελ. 10.

[2]          Βλ. W. Travis Hanes – F. Sanello, Οι πόλεμοι του οπίου, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη, 2004, ιδίως σελ. 23 επ.

[3]      Βλ. U. Erlich, «Malvinas, soberania y integracion regional», στο D. Filmus (comp.), Malvinas, una causa justa, Buenos Aires, CLASCO, 2020, σελ. 91 επ.

[4] Το ζήτημα των Μαλβίνων απασχολούσε τον Φ. Κάστρο ήδη από το 1948. Βλ. L. Suarez Salazar, «Aportes a las luchas de Nuestra America», στο R. Hidalgo Fernandez (comp.), El pensamiento estrategico de Fidel Castro Ruz: valor y vigencia, La Habana, Edirota historia, 2021, σελ. 282.

[5]      Βλ. Ε. Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, Αθήνα,  εκδ. Πατάκη, 2002, σελ. 156.

[6]          Βλ. Μ. Thatcher, The Downing Street Years, New York, Harper Collins Publishers, 1993, σελ. 174 και M. Fourches, «Self-determination, sovereignty disputesand dependent territories: An analysis of the 2013 referendum in the Falkaland Islands». La pratique referendaire et l’ ideal democratique europeen, EHIC, Jun 2013, Clermont-Ferand, France. Hal-01465271 και F. Raimondo, “Does the Population of the Falkland Islands (Malvinas) Really Have the Right to Self-Determination?”(April 9, 2015). Available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=2594199 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.2594199

[7]      Οι δολοφονημένοι από τη δικτατορία δημοκράτες αγωνιστές ξεπερνούν τις 30 χιλιάδες. Βλ. Ενδεικτικά Ch. Harman, Αργεντινή 2001, από την κρίση στην εξέγερση, Αθήνα, εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, 2011, σελ. 31.

[8]      Βλ. ενδεικτικά Α. Παπαχελάς, Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 288.

[9]    Βλ. L. Suarez Salazar, «Aportes a las luchas de Nuestra America», στο R. Hidalgo Fernandez (comp.), El pensamiento estrategico de Fidel Castro Ruz: valor y vigencia, La Habana, Edirota historia, 2021, σελ. 284.

[10]     Γ. Δελαστίκ, Συνωμοσία στη Μεσόγειο, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη εποχή, 1986, σελ. 116 επ.

[11]     Βλ. http://www.cubadebate.cu/noticias/2014/07/15/sin-chile-hubieramos-perdido-las-malvinas-asegura-ex-oficial-britanico/

[12]        Βλ. μια περιήγηση σε αρκετές από αυτές τις άμεσες ή έμμεσες επεμβάσεις στο F. Castro, Unidad e independencia de America, Instituto de Historia de Cuba, 2010, σελ. 87 επ.

[13]     Α. D. Abruza, «La problematica juridica y politica de la cuestion Malvinas», στο D. Filmus (comp.), Malvinas, una causa justa, Buenos Aires, CLASCO, 2020, σελ. 37 επ.

[14]     Βλ. J.O. Marrero Martinez, Ο Χοσέ Μαρτί και το “ελληνικό στοιχείο”, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2021 και Μ. Δαμηλάκου – Χ. Λούκος (επιμ.), 200 χρόνια από τα επαναστατικά κινήματα για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής 1810-2010, Αθήνα, Εταιρεία μελέτης νέου ελληνισμού, 2011 και Φρ. Ντε Μιράντα, Ο Μιράντα στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. ΚΨΜ, 2009.

[15]     Βλ. Κ. Ήσυχος – Δ. Καλτσώνης, Πόλεμος ή ειρήνη (6 σημεία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την εξωτερική πολιτική), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2021, σελ. 71 επ.