Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Λαϊκισμός και ρατσισμός ως πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης, Νάντια Βαλαβάνη

Λαϊκισμός και ρατσισμός ως πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης - The Press Project - Ειδήσεις, Αναλύσεις, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση 

Ομιλία στο πλαίσιο της Διεθνούς Συνδιάσκεψης με θέμα «Μεταναστευτική κρίση: Νομικά και κοινωνικά ζητήματα, διεθνής εμπειρία» που οργανώθηκε από την Ελληνορωσική Λέσχη ΔΙΑΛΟΓΟΣ στην Αθήνα, 24 Μαίου 2022.

Λαϊκισμός σημαίνει πλεύση πάνω από υφάλους. Γι’ αυτό κι είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη η απόπειρα χρήσης του ως κεντρικό ερμηνευτικό εργαλείο για τις πολιτικές εξελίξεις σ’ έναν κόσμο που όλο και πιο πολύ προσιδιάζει σε δυστοπικές αφηγήσεις επιστημονικής φαντασίας, καθώς οι κρίσεις – περιβαλλοντική, οικονομική, προσφυγική και μεταναστευτική, πολιτιστική, πανδημική, ενεργειακή -, διαδοχικές, παράλληλες ή και αλληλοτροφοδοτούμενες, πολύ περισσότερο σε συνθήκες απειλής ή και πραγματικότητας πολέμου, τείνουν να γίνουν η νέα «κανονικότητα».


Είναι γνωστό ότι στους ακαδημαϊκούς κύκλους δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τι ακριβώς καλύπτει η έννοια, γι’ αυτό και οι περισσότεροι προτιμούν – κατά κανόνα μ’ επίκεντρο τον ορισμό του Cas Mudde – μια μάλλον περιγραφική αναφορά, συμπεριλαμβάνοντας τα γενικότερης αποδοχής χαρακτηριστικά του. Έτσι η μάλλον επικρατέστερη εκδοχή τον περιγράφει ως πολιτική φιλοσοφία ή πρακτική (τρόπος και στιλ διακυβέρνησης) – πάντως όχι ιδεολογία – σύμφωνα με την οποία: Ο λαός συνιστά ολότητα με ενιαία και αδιαίρετα συμφέροντα, που χαρακτηρίζονται από την αγνότητα των παραδοσιακών του αξιών, τα οποία επιβουλεύονται διεφθαρμένες ελίτ, ενώ τη λαϊκή βούληση ερμηνεύει γνήσια κάθε φορά ένα και μόνο κόμμα, πριν απ’ όλα μέσω του λόγου που εκπέμπει ο Ηγέτης του.

Στο κοκτέιλ προστίθενται συνήθως ο εθνικισμός και η φοβία απέναντι στο ξένο και στο διαφορετικό: Σήμερα με καθολικό τρόπο πριν απ’ όλα απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς η δαιμονοποίηση της LGBT Κοινότητας δεν είναι πλέον αποδεκτή απ’ όλους τους «λαϊκιστές» ηγέτες, π.χ. μεταξύ άλλων ο Χέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία θεωρεί ότι σήμερα συνιστούν μαχητικό διαφοροποιό στοιχείο του Δυτικού Πολιτισμού έναντι του Ισλάμ. Έτσι ο φυλετισμός και ο ρατσισμός καταλήγουν να συνιστούν επίσης ισχυρά χαρακτηριστικά του.

Αμφισβητείται λοιπόν η εφαρμογή του για τη διερεύνηση των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων που κλιμακώνονται στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο ιδιαίτερα από τη μεγάλη καπιταλιστική δομική οικονομική κρίση του 2009 – για τις χώρες της Ευρωζώνης, ταυτόχρονα και κρίση του ευρώ. Όχι τυχαία, ωστόσο, από τους περισσότερους ερευνητές το 2010 αναγορεύεται συμβατικά ως έτος-καμπή για τη μετατροπή του λαϊκισμού από αποκλειστικά λατινοαμερικάνικο φαινόμενο, συνδεμένο κυρίως με τον περονισμό και τα λεγόμενα μεταπερονικά καθεστώτα – τη Βενεζουέλα των Τσάβες και Μαδούρο, τον Ισημερινό του Κορέα, τη Βολιβία του Έβο Μοράλες, την Αργεντινή των Κίρχνερ – σε παγκόσμιο πολιτικό φαινόμενο, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις ΗΠΑ του Τραμπ, σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, τη Βραζιλία του Μπολσονάρο, την Ινδία του Μόντι ή τις Φιλιππίνες του Ντουτέρτε.

Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη

Η κρίση αυτή, που ξεκίνησε ως κρίση των αμερικανικών subprimes το 2008-2009,  θεωρείται συμβατικά ότι τερματίστηκε(;) γύρω στο 2012 σώζοντας ένα χρεοκοπημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε βάρος των ευρωπαϊκών λαών: Η ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών με δημόσιο χρήμα μετέτρεψε μη βιώσιμο ιδιωτικό χρέος σε μη βιώσιμο δημόσιο διεθνές χρέος.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ακόμα και στις χώρες με τους καλύτερους οικονομικούς δείκτες, π.χ. Γερμανία, άφησε πίσω της περιοχές ολόκληρες στις οποίες επιταχύνθηκε η διαδικασία αποβιομηχάνισης και η δομική ανεργία, έγιναν οξύτερες οι κοινωνικές ανισότητες, ελαστικότερες οι σχέσεις εργασίας και μικρότερες οι προσδοκίες βελτίωσης της καθημερινής ζωής – πριν απ’ όλα για τους νέους. Ενώ άφησε τις χώρες του πολιτικού «Νότου», ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, στη χειρότερη κατάσταση απ’  όλους: Σε εξευτελιστική επιτροπεία και εξοντωτικά δημοσιονομικά «προγράμματα προσαρμογής». Ουσιαστικά ενεργοποίησε εξελίξεις, σαν αυτές που ο Στίγκλιτς περιέγραψε αναφερόμενος στην Ελλάδα του 2018, ως «κανονικοποίηση της φτώχειας». 

Κάποιοι πλήρωσαν τις Τρόικες και τα Μνημόνια πολύ περισσότερο από άλλους. Σύμφωνα με τις στατιστικές της Eurostat για την πρώτη δεκαετία από την κρίση, η Ελλάδα – η μοναδική με τρία Μνημόνια και «μεταμνημονιακή» πρόβλεψη υποχρεωτικών ετήσιων πλεονάσματων και καθεστώτος επιτήρησης μέχρι το 2060, οπότε υποτίθεται ότι θα έχει αποπληρωθεί το 75% του χρέους της – στις 31.12.2018 ήταν η μόνη χώρα της Ευρώπης με το ΑΕΠ της όχι απλώς κάτω από τα επίπεδα του 2009, αλλά με χαμένο ακόμα πάνω απ’  το 1/5 του, στο -22%. Είναι επίσης η μοναδική χώρα που το επίπεδο φώχειας του 2009 όχι μόνο δε μειώθηκε – έστω περιθωριακά, όπως έγινε στη Γερμανία – αλλά διπλασιάστηκε προσεγγίζοντας ένα τρομακτικό 40% του πληθυσμού. Μέσω πανδημίας και Ουκρανίας, το ελληνικό δημόσιο διεθνές χρέος σήμερα προσεγγίζει ξανά το 200%.

Επεμβάσεις, νέες γεωπολιτικές στρατηγικές & προσφυγική κρίση



Οι επιδράσεις της οικονομικής κρίσης περιπλέχτηκαν παραπέρα από τις επιπτώσεις της πολιτικής του πρώτου γύρου ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στον 21ο αιώνα, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας με τη συνεπικούρηση της Γερμανίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Βόρειας Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Το εναρκτήριο λάκτισμα μπορεί να εμφανίστηκε ως «απάντηση» μιας «συμμαχίας προθύμων» στο τρομοκρατικό τζιχαντιστικό χτύπημα της Αλ Κάιντα την 11η Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, όλες οι επεμβάσεις εντάσσονταν ωστόσο στη νέα γεωπολιτική στρατηγική δημιουργίας μιας σύγχρονης αλυσίδας νέου τύπου «προτεκτοράτων»: Εδώ η ιστορική πρωτιά ανήκει στο Κόσσοβο, που αναδύθηκε ως τέτοιο κρατικό μόρφωμα μέσα απ’ τον πόλεμο του ΝΑΤΟ, που ολοκλήρωσε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1999, στενά ακολουθούμενο από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Κατ’ εξοχήν «ρευστά κράτη» ή «κράτη μη κράτη» είναι – ή επιχειρήθηκε να είναι – το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη και βεβαίως η Συρία.

Αποτέλεσμα; Η μεγαλύτερη προσφυγική και μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη από την εποχή του μεταναστευτικού κύματος που τη σάρωσε από άκρη σε άκρη με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών του «υπαρκτού».

Βέβαια, ο όρος «ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση» είναι εξίσου αμφιλεγόμενος: Ας σκεφτούμε την απόπειρα εργαλειοποίησης της απελπισίας των προσφύγων και μεταναστών κυρίως από Αφγανιστάν και Πακιστάν από μεριάς Τουρκίας στον Έβρο. Ας θυμηθούμε ότι τη χρονιά-αιχμή αυτής της κρίσης, το 2015, κυρίως λόγω του πολέμου στη Συρία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat τα σύνορα της Ευρώπης πέρασαν 1,2 εκ. καταγεγραμμένοι πρόσφυγες συν κάποιες αρχικές δεκάδες χιλιάδες που δεν είχαν καταγραφεί σε οποιαδήποτε βάση δεδομένων. Συνολικά στο διάστημα 2015-2018 τα ευρωπαϊκά σύνορα πέρασαν 1,6 εκ. πρόσφυγες και μετανάστες.

Πρόκειται για προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές πολύ περιορισμένες για να μην είναι διαχειρίσιμες από πλούσιες χώρες με στρατηγικές ανάγκες για εργατικό δυναμικό λόγω της δημογραφικής τους συρρίκνωσης – χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η ίδια η Γερμανία. Την ίδια στιγμή στην Ιορδανία βρίσκονταν 655.00 πρόσφυγες, στο Λίβανο 1 εκ., στην Τουρκία περισσότερα από 3,5 εκ. (τα 2,5 Σύριοι), στο Ιράν παρέμεναν πάνω από 3 εκ. Αφγανοί, στην Ουγκάντα πάνω από 1 εκ. Νοτιοσουδανοί, ενώ μέσα στο 2017 στο Μπάνγκλα Ντες προστέθηκαν 1 εκ Ροχίνγια απ’ την εθνοκάθαρση στο Μυανμάρ. Με άλλα λόγια, η πλειοψηφία των προσφύγων από τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Ερυθραία, τη Σομαλία, το Σουδάν και το Μυανμάρ, τον «ξεχασμένο πόλεμο» στην Υεμένη, αλλά και οι, σχεδόν πλέον «φαντάσματα», Παλαιστίνιοι πρόσφυγες φιλοξενούνται σε κάποιες από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο. Ωστόσο η ΕΕ ακολουθεί την πολιτική που περιγράφηκε ως «ανοίγουμε τις καρδιές μας και κλείνουμε τα σύνορα μας». Ή – παραφράζοντας – «σας σπρώχνουμε επίσης όποτε μας παίρνει πίσω στα τουρκικά εθνικά ύδατα», αν πάρουμε υπόψη το μεγάλο σκάνδαλο επαναπροωθήσεων της FRONTEX, που κατέληξε στην πρόσφατη παραίτηση του επικεφαλής της: Παρόλο που το ελληνικό κομμάτι της έρευνας – λέγετε με κυβέρνηση Ν.Δημοκρατίας – τον είχε πλήρως «ξεπλύνει».

Μετά το κλείσιμο και για τους πρόσφυγες (παραβιάζοντας το σχετικό Δίκαιο του ΟΗΕ) του λεγόμενου «Βαλκανικού Διαδρόμου», την αποτυχία του συστήματος μετεγκατάστασης προσφύγων βάση ποσοστώσεων στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ από χώρες πρώτης υποδοχής, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία, και την διαβόητη (εκτός οποιουδήποτε πλαισίου ενωσιακού ή διεθνούς δικαίου, γι’ αυτό και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν δεχόταν προσφυγές) Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, η οποία μείωσε δραστικά τις μεταναστευτικές ροές προς την Ήπειρο με κόστος τη μετατροπή των νησιών του Αιγαίου σε φυλακές με κάγκελα από νερό, εντός ΕΕ η Ελλάδα έγινε πλέον η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων ως προς τον πληθυσμό της, αφήνοντας δεύτερη τη Σουηδία. Μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη ριζική ανατροπή που ακολούθησε.

Οι πολιτικές επιπτώσεις της διπλής κρίσης στα κράτη-μέλη της ΕΕ & η «πλημμυρίδα του λαϊκισμού»

Στην ίδια την Ευρώπη και λόγω της κρίσης του ευρώ επιταχύνθηκαν ακόμα περισσότερο τόσο οι εσωτερικές κοινωνικές ανισότητες, όσο και το χάσμα ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ των χωρών του πολιτικού «Νότου» και του πολιτικού «Βορρά» κόντρα στην κεντρική καταστατική δέσμευση της αρχικής ΕΟΚ για σύγκλιση των οικονομιών όλων των κράτη-μέλη της. Αυτό συνειδητοποιήθηκε με πρακτικό τρόπο και πολλές φορές βίαιο τρόπο από ευρύτερα λαϊκά και κατώτερα μεσαία στρώματα σε κάθε χώρα.

Ταυτόχρονα εντάθηκε η αποξένωση των λαών της Ευρώπης από τις ευρωπαϊκές και μη πολιτικές των συστημικών πολιτικών κομμάτων λίγο-πολύ σε κάθε χώρα. Κεντρικό ρόλο γι’ αυτό παίζει ένας προφανής δραστικός περιορισμός της δημοκρατίας ως προς τις πιο ουσιαστικές λειτουργίες της, μια στοχευμένη αποπολιτικοποίηση της κοινωνικής ζωής, που γεννά ο προφανής χειρισμός των πιο κρίσιμων ζητημάτων για τη ζωή των ανθρώπων από εν πολλοίς άτυπα όργανα, «ανεξάρτητες αρχές» και τεχνοκρατικούς και πολιτικούς μηχανισμούς που δε λογοδοτούν πουθενά, καθώς δεν είναι καν θεσμικά κατοχυρωμένοι (γι’ αυτό π.χ. και στις συνεδριάσεις του Euroworking Group των τεχνοκρατών και του Eurogroup των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης υποτίθεται ότι δεν τηρούνται πρακτικά…). Κατ’ ουσία, οι πολίτες και οι λαοί της Ευρώπης βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα που είχε ορίσει σε συνέντευξη του στην Ελ Παίς το 2003 ο νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάνγκου: «Ο νεοφιλελευθερισμός… είναι ο νέος ολοκληρωτισμός».

Στις παραπάνω συνθήκες είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το κύριο ταυτοτικό χαρακτηριστικό των κομμάτων που γιγαντώθηκαν την τελευταία δεκαετία καλύπτοντας με τον πιο στρεβλό τρόπο το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε με την απώλεια εμπιστοσύνης στα περισσότερο mainstream συστημικά κόμματα, είναι ο λαϊκισμός (ποπουλισμός). Αυτό δεν αναιρεί ότι όλα αυτά τα κόμματα – όπως κι αρκετά από τα περισσότερο συμβατικά – είναι λαϊκιστικά ή έχουν έντονα τέτοια χαρακτηριστικά. Ωστόσο δεν είναι ο λαϊκισμός τους αυτός που προσδιορίζει την ταυτότητα τους, καθώς έχουν ελάχιστα κοινά π.χ. με το πρώτο, το περονικό κύμα λαϊκιστικών κομμάτων στη Λατινική Αμερική, ή ακόμα και με το δεύτερο, που ήταν νεοφιλελεύθερο, όπως ήταν η Αργεντινή του Μένεμ, το Περού του Φουτζιμόρι ή η Βραζιλία του ντε Σόσα.

Τι είναι, λοιπόν, κυρίαρχο στα ευρωπαϊκά κόμματα που μέσα στη δεκαετία της κρίσης κατάφεραν να εκλέξουν εκπροσώπους σε 25 από τα 28 κοινοβούλια των κρατών-μελών της ΕΕ, στις Ευρωεκλογές του 2014 συγκέντρωσαν για πρώτη φορά πανευρωπαϊκά πάνω από 20% των ψήφων, ηγήθηκαν βάζοντας τη δική τους σφραγίδα στη διαδικασία του Brexit, συγκρότησαν εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία δικές τους κυβερνήσεις σε Ουγγαρία και Πολωνία, συμμετείχαν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε άλλες πέντε χώρες (Αυστρία, Φινλανδία, Βουλγαρία, Λεττονία, Λιθουανία), ενώ στη Δανία στηρίζουν την κυβέρνηση χωρίς δική τους συμμετοχή;

Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του AfD, της «Αλτερνατίβας» ή «Εναλλακτικής λύσης για τη Γερμανία» – που ονομάστηκε έτσι απαντώντας στη διακήρυξη της Μέρκελ ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική στην πολιτική της λιτότητας» (μια επανάληψη του νεοφιλελεύθερου ΤΙΝΑ, “There is no alternative”, της Θάτσερ μισό αιώνα πριν) – που στη δεκαετία απέκτησε σοβαρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και στις τελευταίες εκλογές σταθεροποίησε τη δύναμη του στο 11% καταφέρνοντας να εκλέξει βουλευτές σε όλα τα κρατίδια της Γερμανίας, ενώ κέρδισε διπλάσιο ποσοστό ψήφων σε αυτά της Ανατολικής;

Υπενθυμίζουμε ότι από τα βασικά εκλογικά του συνθήματα στο Ρουρ, όπου μόλις είχε κλείσει το τελευταίο Γερμανικό ανθρακωρυχείο, υπήρξε το «Ναί στο κάρβουνο – Ναι στο πετρέλαιο – Όχι στη μετανάστευση»: Σείοντας τη σημαία της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά «μόνο για Γερμανούς». Κερδίζοντας σημαντικό τμήμα της γερμανικής εργατικής τάξης από τους σοσιαλδημοκράτες και το Linke με πολεμική ενάντια στη λιτότητα και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των Γερμανών, το AfD επιχειρεί να τους προσδέσει στην πραγματικά δική του ατζέντα, αυτή της αντιμεταναστευτικής και ρατσιστικής πολιτικής. Αυτό το κάνουν με πολύ άμεσο τρόπο οι βουλευτίνες του – κάποιες απ’ τις οποίες φέρουν τίτλους ευγενείας – φωνάζοντας δημόσια για «βαρβαρικές μουσουλμανικές ορδές βιαστών» μέσα και προ των πυλών.

Ταυτόχρονα, όπως επισημαίνουν οι Charlotte Galpin και Maren Rohe, καθηγήτριες στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμιγχαμ: «Στη Δ. Γερμανία οι αφηγήσεις που εμφανίζουν τους Ανατολικογερμανούς ως τεμπέληδες και κακομοίρηδες έχουν πολλά κοινά με τις γερμανικές αφηγήσεις για τους Μουσουλμάνους. Αυτό με τη σειρά του ωθεί Ανατολικογερμανούς να υπερασπίζονται τη «γερμανικότητα» τους κόντρα στους «Μουσουλμάνους μετανάστες». Με αυτό τον τρόπο η αντιμετώπιση από τους Δυτικογερμανούς τόσο των Μουσουλμάνων όσο και των Ανατολικογερμανών ως «ξένους», ενισχύει την Ανατολικογερμανική Ισλαμοφοβία».

Οι θεωρητικοί του λαϊκισμού: Λαϊκιστικά ή «απλώς» ακροδεξιά κόμματα;

Αν θέλουμε να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε μάλλον εύκολα ότι το κυρίαρχο ταυτοτικό χαρακτηριστικό αυτών των κομμάτων έγκειται στ’ ότι είναι όλα ακροδεξιά – ή, σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία, ανήκουν στη λεγόμενη «ριζοσπαστική δεξιά». Κάποια απ’ αυτά, μάλιστα, μεταξύ τους η «Χρυσή Αυγή» και εν πολλοίς το AfD, είναι νεοναζιστικά ή έχουν νεοναζιστικά χαρακτηριστικά.

Υποστηρίζω ότι ο βασικός λόγος που αυτά τα κόμματα χαρακτηρίζονται κυρίαρχα ως λαϊκιστικά, με περιγραφές περί «λαϊκιστικής πλημμυρίδας στην Ευρώπη», υποκρύπτει λαθροχειρίες υπό το καθεστώς ξεκάθαρων πολιτικών σκοπιμοτήτων: Ακαδημαϊκοί που ασχολούνται με το λαϊκισμό όσο και πολιτικοί σχολιαστές που τους ερμηνεύουν, συγκαταλέγουν στα κόμματα υπό αυτή την ταμπέλα με άνοδο στις συνθήκες της διπλής κρίσης, «κόμματα της εξτρεμιστικής αριστεράς (sic), όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι Ποδέμος στην Iσπανία» – ή ο Μελανσόν στη Γαλλία: Το επανέλαβε προχθές και ο Ανδρέας Λομβέρδος καταδικάζοντας τη συμμετοχή του ΣΚΓ στο εκλογικό μέτωπο του . Η Γαλλία βεβαίως αποτελεί σουρεαλιστική περίπτωση, καθώς κάποιοι μιλούν για «τριπλό λαϊκισμό» – της Λεπέν, του Μελανσόν και του Μακρόν).

Σχεδόν όλοι τείνουν να διαχωρίζουν τους λαϊκιστές σε «δεξιούς» και «αριστερούς»: Οι δεξιοί συνδυάζουν τον λαϊκισμό, σύμφωνα π.χ. με τον Mudde, «με κάποια μορφή εθνικισμού», ενώ οι αριστεροί «με κάποια μορφή σοσιαλισμού». Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε πως καταχωρίζεται με βάση αυτή τη διάκριση ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός – που στ’ όνομα και στο πρόγραμμα του συμπεριλάμβανε «κάποια μορφή» κι από τα δύο ρεύματα. Και που ήταν βεβαίως λαϊκιστικός, καθώς προπαγάνδιζε το όνειρο κάθε λαϊκιστή σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία: Την έκφραση από τον Φύρερ και το NSDAP της «γενικής θέλησης» ενός φαντασιακά ομογενοποιημένου γερμανικού λαού, στην περίπτωση των ναζί όχι μόνο πολιτισμικά αλλά και φυλετικά, καθώς das Volk ήταν αποκλειστικά Άρειοι. –Εδώ βέβαια απογυμνώνεται ο παραλογισμός, καθώς το κύριο ταυτοτικό χαρακτηριστικό του κόμματος του Χίτλερ δεν ήταν βέβαια ο αναντίρρητος λαϊκισμός του, αλλά η γερμανική νατιβιστική εκδοχή του φασισμού.

Σύμφωνα, πάλι, με τον Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, η κύρια διάκριση μεταξύ δεξιού κι αριστερού λαϊκισμού είναι η παρακάτω: Ο δεξιός λαϊκισμός υπερβάλλει ως προς τις υπαρκτές απειλές (ανασφάλεια, τρομοκρατία, εγκληματικότητα) προκαλώντας δικαιολογημένους φόβους προς πολιτική εκμετάλλευση. Ενώ ο αριστερός λαϊκισμός ελαχιστοποιεί ή αρνείται τις πραγματικές απειλές και τις αντικαθιστά με άλλες, περισσότερο ή λιγότερο φανταστικές, πάντα συνδεμένες με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι η «λαϊκιστική αριστερά», καταλήγει ο Ταγκιέφ, αποφεύγει να θέτει ενοχλητικά προβλήματα και ν’ αντιμετωπίζει υπαρκτές προκλήσεις, μετατοπίζοντας το πεδίο σε άλλα κοινωνικά ζητήματα ή μεταθέτοντας τη λύση σε μια ολιστική ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων.

Πρακτικά δηλ. ο Ταγκιέφ καταχωρίζει στο λαϊκισμό το σύνολο της αριστεράς, ριζοσπαστικής και μη. Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος θεωρεί ότι οι πλατείες των αγανακτισμένων στην Ισπανία και την Ελλάδα και τα κινήματα για άμεση δημοκρατία σε όλη την Ευρώπη εμπίπτουν επίσης στην κατηγορία του «αριστερού λαϊκισμού»: «Η αγανάκτηση δε συνιστά πολιτική. Εικονίζει τη σημερινή τάση προς την απολιτική, που αντικαθιστά τον πολιτικό στοχασμό με ένα χωρίς προοπτικές ηθικισμό ή με αντικαπιταλιστικές κατάρες που προέρχονται από ένα μαγικό τελετουργικό.»

Αυτή η θεωρητικοποίηση των δήθεν ίσων αποστάσεων, ο διμέτωπος αντιλαϊκιστικός αγώνας, που παραπέμπει στη θεωρία των δύο άκρων, είναι το δεύτερο βήμα που ουσιαστικά αφοπλίζει την πάλη ενάντια στην ακροδεξιά. Το πρώτο βήμα είναι η, καθομολογουμένη από το σύνολο των ασχολούμενων με το λαϊκισμό, υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας για θέματα δημοκρατίας/ασφάλειας, δικαιωμάτων και μετανάστευσης από τα παραδοσιακά συστημικά δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα σχεδόν παντού. Τέτοιο διακρατικό παράδειγμα αποτελεί η «μικτή» αντιπροσφυγική συμμαχία των χωρών του Βίζενγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία και Σλοβακία).

Αυτή η θεωρητική και πολιτική στρατηγική διευκολύνει το δρόμο των ακροδεξιών κομμάτων για τον δικό τους διμέτωπο: Από τη μια ενάντια στους πρόσφυγες και μετανάστες, από την άλλη ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχότερων στρωμάτων της ίδιας τους της χώρας.Οι Ουκρανοί πρόσφυγες μπερδεύουν τα πράγματα

Μόλις ανακοινώθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρόσφυγες ξεπέρασαν τα 100 εκ. ανθρώπους, περισσότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τη διαφορά από τα 90 εκ. τέλος 2021 έκαναν τα 6,5 εκ. από την Ουκρανία συν οι πρόσφυγες συρράξεων κάτω από τα ραντάρ των μέσων μαζικής επικοινωνίας σε χώρες όπως η Αιθιοπία, η Μπουρκίνα Φάσο, η Νιγηρία, το Αφγανιστάν μετά την αποκατάσταση των Ταλιμπάν, το Κονγκό.

Αν αυτό το μάθαινε κάποιος απ’ τους Ευρωπαίους που το 2015 είχαν ζήσει την υστερία για την «εισβολή» 1,2 εκ., κυρίως Σύριων, αλλά τελευταία ζούσε σε ένα έρημο νησί, θα συμπέραινε ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει σήμερα ένα τέτοιο προσφυγικό κύμα σαν να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Αν επέστρεφε, ωστόσο, στον κόσμο, θ’ ανακάλυπτε μια πραγματικότητα σαν μέσα από ένα παράλληλο σύμπαν ή κάποιο έργο της λογοτεχνίας του φανταστικού: Τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις πνιγμένες στα ουκρανικά εθνικά χρώματα και στις ουκρανικές σημαίες, τον Ουκρανικό Εθνικό ΄Υμνο να εκτελείται περίπου υποχρεωτικά πριν από οποιαδήποτε συναυλία στην Ελλάδα (ή έτσι τουλάχιστον ζήτησαν μαέστροι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής), τους γραφειοκράτες της ΕΕ να καταφέρνουν να εξασφαλίσουν σε χρόνο ρεκόρ βίζα σε όλα τα κράτη-μέλη με άδεια παραμονής και εργασίας σε κάθε Ουκρανό πρόσφυγα. Και τη «λαϊκιστική» Πολωνία, μέχρι πρόσφατα αγκάθι στα μάτια του Δυτικού φιλελευθερισμού, να ηγείται του καλοσωρίσματος και να φιλοξενεί η ίδια – αυτή που αρνήθηκε να πάρει συμβολικά έστω και έναν από τους Σύρους πρόσφυγες που της αναλογούσαν μέσω των ποσοστώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – να φιλοξενεί σχεδόν τους μισούς απ’ αυτούς!

Αυτά και πολλά άλλα εκπληκτικά φαινόμενα δεν αποτελούν ένα «μικρό θαύμα», αλλά δράσεις της προπαγανδιστικής μηχανής κατά τη διάρκεια ενός ΝΑΤΟϊκού πολέμου by proxy, που απαιτεί ομογενοποίηση της χειραγώγησης των Ευρωπαϊκών λαών πίσω από το ευρωατλαντικό άρμα. Ωστόσο η αντιμεταναστευτική ατζέντα λαϊκιστικών και μη κομμάτων και κυβερνήσεων δε σβύνεται έτσι αυτόματα στην καθημερινή συνείδηση, ακόμα κι αν αυτοί οι πρόσφυγες είναι «πραγματικοί πρόσφυγες», σύμφωνα με Έλληνες ιθύνοντες (οι άλλοι δηλ. τι είναι;) ή «γαλανομάτες», σύμφωνα με δημοσιογράφους του ΒΒC και του Spiegel, που στη συνέχεια ζήτησαν συγνώμη. «Tροφοδοτείται», επιπλέον, και απ’ την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής: Tο ράλι των τιμών της ενέργειας, η ακρίβεια σε ήδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα ως αποτέλεσμα των ίδιων των αντιποίνων, ο επαπειλούμενος ευρωπαϊκός στασιμοπληθωρισμός, το γεγονός ότι για τις «Ουκρανικές υποχρεώσεις» – ένα βουνό δισεκατομμυρίων – οι ΗΠΑ τυπώνουν δολλάρια ενώ η ΕΕ δανείζεται, ο κίνδυνος άμεσης ανάμιξης σ’ έναν πόλεμο με την πρώτη «στραβή», αρχίζουν να ρίχνουν τις πρώτες δόσεις «κρύου νερού» στην όψιμη προσφυγολατρεία. Η Guardian κυκλοφόρησε πρόσφατα με πρωτοσέλιδο άρθρο για τους Ουκρανούς πρόσφυγες που πετιούνται στο δρόμο από οικογένειες που τους φιλοξενούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και βρίσκονται σήμερα να ζουν άστεγοι στους δρόμους των Βρετανικών πόλεων. Κι η Ουκρανική προσφυγική κρίση μετράει μόλις ένα τρίμηνο. Ας μη σκεφτούμε καλύτερα από τώρα τι κινδυνεύει να επακολουθήσει – κι όχι μόνο για τους Ουκρανούς πρόσφυγες, αλλά γενικότερα – αν δεν τερματιστεί σύντομα ο πόλεμος…ικότητας πολέμου, τείνουν να γίνουν η νέα «κανονικότητα».