Γιάννης Τσαλαβούτας *
Καλησπέρα σας. Παίρνω τη σκυτάλη από τον Ζορζ για να μιλήσω κι εγώ γι’ αυτό το μικρό αλλά σημαντικό βιβλίο, που περιγράφει ένα σπουδαίο αλλά όχι πολύ γνωστό κεφάλαιο στην ιστορία της Αφρικής και της Κούβας. Προσωπικά είχα την τιμή και την ευχαρίστηση να συμβάλω στη μετάφραση του βιβλίου από τα ισπανικά, παρόλο που δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής.
Εισαγωγικά, θα πω λίγα λόγια πρώτα για τους στενούς δεσμούς της Κούβας με την Αφρική. Η αναφορά μου στο βιβλίο καθαυτό θα είναι συνοπτική, κι αυτό γιατί έχουμε τη χαρά και το προνόμιο να φιλοξενούμε στο πάνελ μας τον αγαπητό σύντροφο και φίλο Χοσέ Οριόλ, τον πρόξενο της πρεσβείας της Δημοκρατίας της Κούβας στην Ελλάδα, περισσότερο με την ιδιότητα του βετεράνου του πολέμου της Αγκόλας και λιγότερο με αυτή του διπλωμάτη. Θα τελειώσω με μια προσπάθεια σύνδεσης του βιβλίου με την εργατική τάξη στην Ελλάδα.
Οι δεσμοί φιλίας και αλληλεγγύης της σοσιαλιστικής Κούβας με την Αφρική χρονολογούνται από πολύ παλιά. Το 1961, όταν ακόμα η Αλγερία πολεμούσε για την ανεξαρτησία της, η Κούβα έστειλε φορτίο με όπλα και φάρμακα. Το 1963, έστειλε επίσης τα πρώτα άρματα μάχης που είχε παραλάβει από τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με 700 στρατιώτες, για να αποκρούσουν την επιθετική απειλή από το Μαρόκο.
Θεμελιώδης συμβολή στο κεφάλαιο της απελευθέρωσης της Αφρικής έχει ο μεγάλος επαναστάτης Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ο Τσε κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες και έδωσε το καλύτερο παράδειγμα για να πετύχει αυτός ο δίκαιος αγώνας, με τη συμμετοχή του στο αντάρτικο του Κονγκό το 1965, όχι μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και στα μετόπισθεν. Επέμενε στην ίση μεταχείριση Κουβανών και Αφρικανών, υποχρέωνε τους στρατιώτες να σέβονται τους χωρικούς και τις γυναίκες, δέχτηκε να υπαχθεί στους τοπικούς στρατιωτικούς ηγέτες, επεδίωξε να μάθει σουαχίλι και κέρδισε την αγάπη των ντόπιων με τις υπηρεσίες του ως γιατρός και δάσκαλος.
Ωστόσο η χρονική συγκυρία αποδείχτηκε ατυχής, γιατί όταν έφτασαν οι Κουβανοί οι επαναστατικοί πυρήνες είχαν ουσιαστικά σβήσει. Ο Τσε μπορεί να μην κατάφερε να ανάψει ένα «αφρικανικό Βιετνάμ» το 1965, αλλά η εμπειρία των συντρόφων του στο Κονγκό, και σε άλλες γειτονικές χώρες, αποδείχθηκε πολύτιμη και βοήθησε στις πετυχημένες εθνικοαπελευθερωτικές προσπάθειες τα επόμενα 25 χρόνια, με πιο λαμπρό κεφάλαιο τον πόλεμο στην Αγκόλα.
Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή της Κούβας στην ανεξαρτησία της Γουινέας-Μπισάου (1974), της Μοζαμβίκης (1975) αλλά και στην απόκρουση της εισβολής – με ιμπεριαλιστικά ελατήρια – της Σομαλίας στην Αιθιοπία (1977-1978).
Β. Κούβα και Αγκόλα
Το Κούβα και Αγκόλα – Ο Πόλεμος για την ελευθερία είναι μια αφήγηση από πρώτο χέρι της ιστορικής διεθνιστικής αποστολής των Κουβανών στην Αγκόλα, ειπωμένη από τον Χάρι Βιγιέγας, σήμερα Στρατηγό Ταξιαρχίας (εν αποστρατεία) στις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις (FAR) της Κούβας, περισσότερο γνωστό σε όλο τον κόσμο ως «Πόμπο». Αυτό είναι το πολεμικό ψευδώνυμο στα σουαχίλι που του έδωσε ο Γκεβάρα στο Κονγκό. Ο Πόμπο πολέμησε δίπλα στο Τσε επί μια δεκαετία, πρώτα στον επαναστατικό πόλεμο που τον Γενάρη του 1959 ανέτρεψε την υποστηριζόμενη από την Ουάσινγκτον δικτατορία του Μπατίστα, και μετά σε διεθνιστικές αποστολές στο Κονγκό (1965) και τη Βολιβία (1966-67). Στη συνέχεια υπηρέτησε σε τρεις αποστολές στην Αγκόλα, σε διάφορες θέσεις (1977-1990).
Το Κούβα και Αγκόλα δεν είναι απλά μια μαρτυρία βετεράνου στρατιώτη. Περιλαμβάνει μεν συγκλονιστικές περιγραφές από αποφασιστικές μάχες, όπως στην Κανγκάμπα και το Κουίτο Κουαναβάλε, ωστόσο η μεγαλύτερη αξία βρίσκεται στα πολιτικά μαθήματα που παραδίδει: μαθήματα που πάνω από όλα, όπως τονίζει ο Πόμπο, του παρέδωσε ο κομαντάντε εν χέφε Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίον συνεργάστηκε στενά κατά τη διάρκεια αυτής της αποστολής για επτά χρόνια (1981-1988).
Μετά από πέντε αιώνες αποικιοκρατίας και πάνω από δέκα χρόνια ένοπλου αγώνα, η Πορτογαλία παραχώρησε στην Αγκόλα την ανεξαρτησία στις 11 Νοέμβρη 1975 και την κυβέρνηση στο MPLA, το ισχυρότερο και πιο ιδεολογικοποιημένο απελευθερωτικό κίνημα. Ταυτόχρονα ξέσπασε πόλεμος με τις άλλες δύο τοπικές ένοπλες οργανώσεις, το FNLA και την UNITA, που δεν αποδέχονταν την κυβέρνηση και υποστηρίζονταν οικονομικά από τις ΗΠΑ και στρατιωτικά από το Ζαΐρ και τη Νότια Αφρική, ξένες δυνάμεις που εισέβαλαν στην Αγκόλα και υποχρέωσαν την κυβέρνηση να ζητήσει την στρατιωτική και τεχνική βοήθεια της Κούβας.
Ο Πόλεμος διήρκεσε συνολικά 16 χρόνια, μέχρι να υπογραφεί η ειρήνη που εξασφάλισε όχι μόνο την εθνική και εδαφική κυριαρχία της Αγκόλας, αλλά πέτυχε ακόμα την ανεξαρτησία της γειτονικής Ναμίμπιας (1990), και βοήθησε ουσιαστικά στην πτώση του ρατσιστικού καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική (1994).
Στην Αγκόλα υπηρέτησαν συνολικά 425.000 Κουβανοί εθελοντές διεθνιστές και πάνω από 2.000 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στην αφρικανική χώρα. «Οι Κουβανοί δεν πήραν τίποτα σε αντάλλαγμα, παρά μόνο τις σορούς των νεκρών συντρόφων τους» (Αμίλκαρ Καμπράλ).
Μάλλον πήραν και κάτι ακόμα: Οι πρωταγωνιστές αυτού του άθλου στην Αφρική επέστρεψαν με πολύ καλύτερη γνώση του πραγματικού προσώπου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Ανάμεσα τους, οι τρεις από τους Πέντε Κουβανούς Ήρωες (Χεράρδο Ερνάντες, Φερνάντο Γκονζάλες και Ρενέ Γκονζάλες) υπηρέτησαν σε αποστολή στην Αγκόλα. Και ο Χοσέ Οριόλ Μαρτίνες Μαρέρο, που μας τιμά σήμερα με την παρουσία του, υπηρέτησε σε αποστολή στην Αγκόλα.
Γ. Κούβα, Αφρική και Ελλάδα
Θα κλείσω μιλώντας για την εμπειρία που μου άφησε η συμμετοχή μου στην έκδοση του βιβλίου Κούβα και Αγκόλα, και κάνοντας μια εκτίμηση για την αξία και το ενδιαφέρον που μπορεί να έχει για το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό, Έλληνες αλλά και ξένους εργαζόμενους.
Το Κούβα και Αγκόλα μέσα σε λιγότερο από 150 σελίδες περνάει όχι μόνο πληροφορίες ιστορικού και γεωπολιτικού ενδιαφέροντος για τον Πόλεμο της Αγκόλας μεταξύ 1975 και 1991, αλλά και σπάνια βιοπολιτιστικά στοιχεία και βιώματα για την κατάσταση στην Αφρική.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1960, όσες μαρτυρίες υπήρχαν για τη λεγόμενη «Μαύρη Ήπειρο» –περίφραση που θέλω να πιστεύω στην Ελλάδα τουλάχιστον χρησιμοποιούνταν περισσότερο με διάθεση εξωτισμού παρά ρατσισμού– ήταν σχεδόν αποκλειστικά από τη σκοπιά του Λευκού, πρώτα κατακτητή/αποικιοκράτη και μετά επαγγελματία που έβλεπε πάντα, περισσότερο ή λιγότερο έντιμα, αποστασιοποιημένα και ευρωκεντρικά τις ιδιαίτερες συνθήκες της υποσαχάριας Αφρικής.
Πρώτη γνωστή μαρτυρία διαφορετικής οπτικής και αντίληψης ήταν το Ημερολόγιο του Κονγκό, του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, από την στρατιωτική επιχείρηση του 1965 που εκδόθηκε σε βιβλίο πολλά χρόνια αργότερα (1999).
Η Ελλάδα, κατόπιν των γεωπολιτικών ισορροπιών που διαμορφώθηκαν μετά το τέλος του Β’ ΠΠ εντάχθηκε στη «Δύση», δηλαδή τον προνομιούχο υποτίθεται Πρώτο Κόσμο. Παρόλα αυτά, ένιωσε με διάφορους τρόπους και σε διάφορες ευκαιρίες στο πετσί της την μπότα και το μαστίγιο του ιμπεριαλισμού. Στα Δεκεμβριανά του ’44, στα βουνά του Γράμμου, στην κορεατική χερσόνησο, αργότερα στη μαρτυρική Κύπρο.
Την τελευταία δεκαετία, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας που μαστίζει τον κόσμο ήταν η βίαιη επιδείνωση στο βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, η «διαρροή εγκεφάλων» εκατοντάδων χιλιάδων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και η απώλεια –της όποιας– εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας υπήρχε προηγουμένως, στα πλαίσια των πολιτικών των εκάστοτε κυβερνήσεων που πάντα έκφραζαν και εκφράζουν τα συμφέροντα των ντόπιων και ξένων ελίτ.
Ασφαλώς, εκτός από τους γηγενείς η κρίση έπληξε, με ακόμα πιο δραματικό τρόπο, τις εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, και αποτελούν το πιο ευάλωτο κομμάτι της εργατικής τάξης, γιατί εκτός από την συνήθη εκμετάλλευση της εργοδοσίας υφίστανται και την τρομοκρατία από παραστρατιωτικούς μηχανισμούς στις παρυφές του «δημοκρατικού τόξου», που χρηματοδοτούνται από το μεγάλο κεφάλαιο και στηρίζονται πολιτικά και δικαστικά από το αστικό κράτος του «νόμου και τάξης».
Για όλα τα παραπάνω είναι σημαντικό να εκδίδονται βιβλία και να οργανώνονται πρωτοβουλίες που προβάλουν έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης, αυτό του ανθρωπισμού, της φιλίας και της αλληλεγγύης των λαών. «Διεθνισμός είναι το χρέος μας προς την ανθρωπότητα», έλεγε ο Φιντέλ.
Ήταν σημαντικό με αφορμή αυτή την παρουσίαση να έρθουν κοντά όχι μόνο Έλληνες και Κουβανοί πολίτες στην Ελλάδα, αλλά και μέλη αφρικανικών κοινοτήτων, εκπρόσωποι κυρίως νεότερων γενιών που δεν έζησαν και δεν διδάχθηκαν για το ταξικό πρόσημο των αντιαποικιακών αγώνων των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70, και ακόμα λιγότερο για την κουβανική συμβολή στην απελευθέρωση χωρών της Αφρικής και στο γκρέμισμα του ρατσιστικού καθεστώτος του απαρτχάιντ, το οποίο η «πολιτισμένη» Λευκή Δύση υποκριτικά καταδίκαζε επίσημα με ανέξοδες εξαγγελίες αλλά από ανεπίσημα κανάλια στήριζε οικονομικά και στρατιωτικά.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό το βιβλίο Κούβα και Αγκόλα να αποτελέσει ευκαιρία για μια πιο συντονισμένη προσπάθεια ενημέρωσης και δραστηριοποίησης σε θέματα πάταξης του ρατσισμού, ενίσχυσης της διεθνιστικής αλληλεγγύης και προώθησης της ένταξης ανθρώπων με διαφορετικά φυλετικά, πολιτιστικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Η Κουβανική Επανάσταση παραμένει φωτεινό παράδειγμα, όχι μόνο για τα επιτεύγματα στο εσωτερικό της αλλά και για τη δράση και επιρροή της σε διεθνές επίπεδο, μέχρι και σήμερα.
Ευχαριστώ.
* Ο Γιάννης Τσαλαβούτας είναι ιδιωτικός υπάλληλος, δραστηριοποιείται στις οργανώσεις αλληλεγγύης με την Κούβα και τη Λατινική Αμερική. Παράλληλα δρα εντατικά στα κοινωνικά δίκτυα, διαχειρίζεται μια σειρά ιστότοπους και κάνει μεταφράσεις.