To άρθρο με τίτλο «Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: Η πνευματική και ηθική σφαίρα» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Αυγούστου του 2022 του «Περιοδικού του Σώματος Πεζοναυτών» των Ηνωμένων Πολιτειών, εξετάζει τις διαφορετικές τακτικές που ακολούθησαν οι ρωσικές δυνάμεις, στα τρία διαφορετικά πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας, συνθέτοντας το παζλ του ρωσικού επιχειρησιακού σχεδίου.
Το «Περιοδικό του Σώματος Πεζοναυτών» ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, από τον τότε συνταγματάρχη Τζον Α. Λεζέν ως το βήμα για την έναρξη της Ένωσης Πεζοναυτών (MCA). Έκτοτε, η Ένωση Πεζοναυτών εκδίδει το περιοδικό, φιλοξενώντας αναλύσεις εν ενεργεία στρατιωτικών, μέχρι το 1976, οπότε μια αλλαγή στην αμερικανική νομοθεσία ανάγκασε να περιοριστεί σε στήλες παλαίμαχων στρατιωτικών και ιδιωτών στρατιωτικών αναλυτών.
Η Ένωση Πεζοναυτών υποστηρίζεται, από το 2009, από το Ίδρυμα Ένωσης Σώματος Πεζοναυτών, ενώ χρηματοδοτείται από την Ένωση Ηνωμένων Υπηρεσιών Αυτοκινήτου, πρώην Ένωση Αυτοκινήτων Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών · Έναν όμιλο εταιρειών διαφόρων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών ασφάλισης, με έδρα το Σαν Αντόνιο του Τέξας, ο οποίος περιλαμβάνεται στη λίστα του περιοδικού Fortune με τις 500 από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας.
Το άρθρο που παρουσιάζουμε ξεκινά με τη διαπίστωση, πως «οι ρωσικές τακτικές δυνάμεις ελέγχουν μεγάλο μέρος της επικράτειας του ουκρανικού βορρά, δίχως να προσπαθήσουν να μετατρέψουν την προσωρινή κατοχή σε μόνιμη». Αντίθετα, αφού πέρασαν πέντε εβδομάδες στην περιοχή αυτή, «έφυγαν το ίδιο γρήγορα όπως έφτασαν». Αντίθετα, στο νότο, η εξίσου ταχεία είσοδος των ρωσικών χερσαίων δυνάμεων οδήγησε στην εγκατάσταση ρωσικών φρουρίων και στη δημιουργία ρωσικών πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών θεσμών. Από την άλλη, στο τρίτο πεδίο μάχης, στην ανατολική Ουκρανία, «οι γρήγορες κινήσεις που χαρακτηρίζουν τις ρωσικές επιχειρήσεις, πραγματοποιήθηκαν πολύ σπάνια», καθώς οι ρωσικοί σχηματισμοί «διεξήγαγαν εντατικές επιθέσεις πυροβολικού για την κατάληψη σχετικά μικρών κομματιών γης».
Για να εξηγηθούν οι παραπάνω διαφοροποιήσεις, ο στρατιωτικός συντάκτης προτείνει να εξεταστεί πρώτα από όλα η δράση των ρωσικών στρατευμάτων στο καθένα από τα τρία κύρια μέτωπα, ως μια ξεχωριστή εκστρατεία. Στη συνέχεια μπορεί να συντεθεί σε μια μεγάλη εικόνα, που αποδεικνύει ότι «κάθε μία από αυτές τις εκστρατείες ακολούθησε ένα μοντέλο που αποτελούσε μέρος του μακρόπνοου ρωσικού επιχειρησιακού σχεδίου».
Eπιδρομή στο βορρά
O όρος «επιδρομή» (raid) χρησιμοποιείται από τους Αμερικανούς πεζοναύτες, για να περιγράψει επιχειρήσεις, κατά τις οποίες μικρές στρατιωτικές δυνάμεις προχωρούν σε άμεσες κινήσεις, για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους σε μια τοποθεσία, την οποία στη συνέχεια εγκαταλείπουν όσο ταχύτερα γίνεται. Ωστόσο, στο ρωσικό στρατιωτικό λεξικό, ο αντίστοιχος όρος (reyd) ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι Ρώσοι θεωρητικοί στρατηγικής εντόπισαν τις ομοιότητες ανάμεσα στις ανεξάρτητες επιχειρήσεις του ιππικού στον Αμερικανικό Εμφύλιο και τη ρωσική πρακτική να στέλνονται κινητές στρατιωτικές φάλαγγες, συχνά αποτελούμενες από Κοζάκους, σε εκτεταμένες εξορμήσεις σε εχθρικό έδαφος.
Ως εκ τούτου, από ρωσική σκοπιά, η «επιδρομή» φέρει κάπως διαφορετική σημασία, καθώς δημιουργεί σημαντικό επιχειρησιακό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της μετακίνησής τους, τα ρωσικά στρατεύματα «μπερδεύουν τις διοικήσεις του εχθρού, διαταράσσοντας την εχθρική εφοδιαστική αλυσίδα και στερούν από τις εχθρικές κυβερνήσεις τη δύναμη που απορρέει από τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο του εδάφους τους». Τα παραπάνω καθιστούν τη ρωσική «επιδρομή», περισσότερο μια επιχείρηση «ανοικτού τύπου», με αβέβαιο δηλαδή αποτέλεσμα, που «μπορεί να προσαρμοστεί, ώστε να εκμεταλλεύεται νέες ευκαιρίες, να αποφεύγει νέους κινδύνους ή να εξυπηρετεί νέους σκοπούς».
Έτσι, οι πολλές τακτικές ομάδες που μετακινήθηκαν στη βόρεια Ουκρανία κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών, «δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αναλάβουν την κατάληψη των εδαφών», αλλά προσπέρασαν όλες τις μεγαλύτερες πόλεις, ενώ στις ελάχιστες περιπτώσεις που βρέθηκαν σε μικρότερες πόλεις, «η κατάληψη τους σπάνια κράτησε πάνω από λίγες ημέρες». Σε μια τακτική κίνηση, με αποτέλεσμα αντίστοιχό με αυτό που κατάφερε ο Αλεξάντερ Τσέρνιτσεφ στους Ναπολεόντειους Πολέμους, το 1813, «οι ταχύτατες ρωσικές φάλαγγες δημιούργησαν μια πολύ ευρύτερη κλίμακα», οδηγώντας το Κιέβου να «αποδυναμώσει τον κύριο στρατό του, που πολεμούσε τότε στην περιοχή του Ντονμπάς, για να ενισχύσει την άμυνα απομακρυσμένων πόλεων».
Γρήγορη κατάληψη του Νότου
Σε σημεία, όπως η ταχύτητα και η απόσταση που διανύθηκε, οι ρωσικές επιθέσεις στην περιοχή μεταξύ της νότιας ακτής της Ουκρανίας και του ποταμού Ντνίπρο έμοιαζαν με τις επιδρομές, που πραγματοποιήθηκαν στο βορρά, αλλά διαφοροποιούνταν σε ό,τι αφορά την κατάληψη των πόλεων · Καθώς, ενώ οι ρωσικές φάλαγγες εκατέρωθεν του Κιέβου απέφευγαν όσο μπορούσαν τις μεγάλες αστικές περιοχές, οι αντίστοιχες στο νότο κατέλαβαν μόνιμα τις αντίστοιχες πόλεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ο ελιγμός που ξεκίνησε στην Αζοφική Θάλασσα και κατέληξε στη Μελιτόπολη, «οι καταλήψεις πόλεων έλαβαν χώρα κατά τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής», ενώ σε άλλες όπως στη πόλη Σκαντόφσκ, οι Ρώσοι παρέμειναν μερικές εβδομάδες στο σημείο, «εμπλέκοντας ντόπιες δυνάμεις που είχαν αγνοήσει κατά την αρχική τους προέλαση». Αμέσως μετά την άφιξη τους, όπως έγινε και στον Βορρά, οι Ρώσοι διοικητές «επέτρεψαν στους τοπικούς αντιπροσώπους να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να συνεχίσουν, ακόμα και -σε ορισμένες περιπτώσεις- να συνεχίσουν να υψώνουν τη σημαία του κράτους σε δημόσια κτίρια». Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, αυτό αυτό κράτησε για λίγο, καθώς κρατικοί υπάλληλοι ανέλαβαν τον έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης, αντικατέστησαν τη σημαία, τους πολιτικο-οικονομικούς θεσμούς κα.
Όπως στο μοντέλο της ρωσικής «επιδρομής», το παράδειγμα τις γρήγορης στρατιωτικής κατάληψης με παράλληλο σταδιακό πολιτικό μετασχηματισμό, «αποτελεί μέρος της ρωσικής στρατιωτικής κουλτούρας», αυτή τη φορά παραπέμποντας στις επιχειρήσεις που ακολούθησε η ΕΣΣΔ κατά την προσάρτηση της ανατολικής Πολωνίας το 1939, στις χώρες τις Βαλτικής το 1940, την καταστολή της αντεπανάστασης σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς και στο Αφγανιστάν. Μάλιστα, ενώ οι ρωσικές δυνάμεις ενοποιούσαν τον έλεγχο των καταληφθεισών περιοχών, άλλες διεξήγαγαν επιδρομές πέριξ του Μικολάιφ, αναγκάζοντας τους αντιπάλους τους σε μείωση δυνάμεων στο κυρίως μέτωπο του Ντονμπάς. Την ίδια στιγμή, οι επιδρομές στο βόρειο τμήμα του νότιου μετώπου δημιούργησαν μια εκτεταμένη απαγορευμένη ζώνη μεταξύ των περιοχών που ήταν υπό ρωσικό έλεγχο και εκείνων που βρίσκονταν εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο του Κιέβου.
«Ένα Στάλινγκραντ στην ανατολική Ουκρανία»
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται, ότι οι ρωσικές επιχειρήσεις στη βόρεια και νότια Ουκρανία, ήταν εν μέρει θέμα εφοδιαστικής, εξού και «η απουσία μεγάλων αριθμών βομβών και ρουκετών». Βέβαια, σύμφωνα με τους αναλυτές, «η απουσία κανονιοβολισμών σε αυτές τις εκστρατείες, είχε να κάνει περισσότερο με τους σκοπούς παρά με τα μέσα», αφού στα βόρεια «οι Ρώσοι ήθελαν να αποφύγουν την αντιπαράθεση με τον ντόπιο πληθυσμό, που για γλωσσικούς ή εθνοτικούς λόγους, έτεινε να υποστηρίζει την ουκρανική κυβέρνηση». Από την άλλη, στα νότια απέφυγαν τη χρήση πυροβολικού, για διαφορετικούς λόγους, που έχουν να κάνουν με την «πολιτική εγγύτητα σκοπού» με τους ντόπιους πληθυσμούς, οι οποίοι συχνά αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρώσοι», ενώ μιλούν τα ρωσικά.
Ωστόσο, «στο ανατολικό μέτωπο διεξήχθησαν βομβαρδισμοί, που «από πλευράς διάρκειας και έντασης, συναγωνίστηκαν εκείνους των μεγάλων πολεμικών αναμετρήσεων των παγκόσμιων πολέμων του 20ου αιώνα». Οι βομβαρδισμοί που «έγιναν δυνατοί χάρη στις σύντομες, ασφαλείς και εξαιρετικά πολλές γραμμές ανεφοδιασμού», εξυπηρετούσαν τρεις σκοπούς: α) περιόρισαν ουκρανικά στρατεύματα στην οχύρωσή τους, στερώντας τους τη δυνατότητα να κάνουν οτιδήποτε άλλο, β) προκάλεσαν μεγάλο αριθμό απωλειών, προκαλώντας φυσικό και ψυχολογικό κόστος στους οχυρωμένους και γ) όταν διεξαγόταν για επαρκές χρονικό διάστημα, το οποίο συχνά διαρκούσε βδομάδες, ο βομβαρδισμός μιας δεδομένης οχύρωσης είχε πάντοτε ως αποτέλεσμα είτε την απόσυρση είτε την παράδοσή των οχυρωμένων. Για παράδειγμα, στη μάχη στη Ποπασνάγια, εντοπίζονται αναλογίες με την μάχη της Ίβο Τζίμα, το 1945, όταν ο αμερικανικός στρατός βομβάρδιζε επί πέντε εβδομάδες τις δυνάμεις του ιαπωνικού φασισμού.
Το παραπάνω δόγμα, στη ρωσική στρατιωτική θεωρία ονομάζεται «λέβητας» (kotly) και μπορεί να είναι είτε ακαριαίο, είτε αργό και μεθοδικό, καθώς χρησιμοποιήθηκε και με τους δύο τρόπους στις σοβιετικές επιχειρήσεις έναντι των ναζιστικών στρατευμάτων, στο Στάλινγκραντ, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, «η ελευθερία σε ό, τι αφορά την διάρκεια, απάλλαξε τους Ρώσους που πολεμούν στην ανατολική Ουκρανία από την ανάγκη να κρατήσουν οποιοδήποτε κομμάτι εδάφους». Έτσι, όποτε αντιμετώπιζαν αποφασιστική ουκρανική επίθεση, «απέσυραν τα άρματα μάχης και τις μονάδες πεζικού τους από το διαφιλονικούμενο έδαφος», μειώνοντας τον κίνδυνο για τους στρατιώτες τους και δημιουργώντας μια κατάσταση, όπου, έστω και για λίγο, «οι Ουκρανοί επιτιθέμενοι θα αντιμετώπιζαν τους ρωσικούς βομβαρδισμούς και πυραύλους, δίχως κανένα καταφύγιο». Η επιπτώσεις καλλιέργησαν μια «συλλογική απειθαρχία», με αποτέλεσμα τον Μάιο του 2022, να εμφανιστούν βίντεο στο διαδίκτυο, στα οποία άτομα που ισχυρίζονταν ότι ήταν Ουκρανοί στρατιώτες, που πολεμούσαν στην περιοχή του Ντονμπάς, εξηγούσαν ότι «ενώ ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τις θέσεις τους, είχαν αποφασίσει να μην υπακούσουν σε οποιαδήποτε διαταγή τους καλούσε να προχωρήσουν».
Εξηγώντας το παράδοξο: Η «μεγάλη εξαπάτηση»
Ένα τέτοιο σχήμα, όπως παραδέχεται ο συντάκτης, δεν μπορεί από μόνο του να εξηγήσει το γιατί η ρωσική ηγεσία επέλεξε διαφορετικά επιχειρησιακά μοντέλα σε κάθε μέτωπο. Εξηγώντας το «παράδοξο» πως «ένα σύνολο επιχειρήσεων που αποτελούνταν κυρίως από μετακινήσεις, συμπλήρωνε ένα σύνολο επιχειρήσεων που αποτελούνταν κυρίως από κανονιοβολισμούς», προτείνει πως οι αρχικές «επιδρομές» των πέντε πρώτων εβδομάδων αποτελούσαν μια «μεγάλη εξαπάτηση», η οποία «ενώ επέφερε ελάχιστες άμεσες καταστροφές, κατέστησε δυνατή την επακόλουθη φθορά των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων». Ειδικότερα, «η απειλή των επιδρομών καθυστέρησε τη μετακίνηση των ουκρανικών δυνάμεων στο κύριο θέατρο του πολέμου, μέχρι οι Ρώσοι να αναπτύξουν τις μονάδες πυροβολικού, να εξασφαλίσουν το δίκτυο μεταγωγών και να συγκεντρώσουν τα αποθέματα πυρομαχικών που χρειάζονταν για τη διεξαγωγή μιας μακράς σειράς μεγάλων βομβαρδισμών».
Με άλλα λόγια, οι Ρώσοι διεξήγαγαν μια σύντομη εκστρατεία τακτικών κινήσεων στα βόρεια, προκειμένου να εγκαθιδρύσουν μια μεγαλύτερης διάρκειας, «πολύ πιο σημαντική εκστρατεία» στα ανατολικά. Μάλιστα, ο Αμερικάνος στρατιωτικός αναλυτής συμπεραίνει πως το παραπάνω ενίσχυσε τη ρωσική ρητορική περί «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», με στόχο την προστασία των ρωσόφωνων, την αποστρατιωτικοποίηση και την αποναζιστικοποίηση, αποφεύγοντας «την κατοχή εδαφών, όπου η πλειοψηφία μιλάει ουκρανικά, έχει ουκρανική εθνική συνείδηση και υποστηρίζει το ουκρανικό κράτος». Αντίθετα, στα εδάφη στον νότο, «υπήρχαν άμεσοι πολιτικοί στόχοι», όπως η «ενσωμάτωση περιοχών που κατοικούνται από πλειοψηφικά Ρώσους, ως μέρος του ρωσικού κόσμου». Την ίδια στιγμή, η άμεση κατάληψη πόλεων όπως η Χερσώνα και η Μελιτόπολη, «ενίσχυσε την απατηλή δυναμική των επιχειρήσεων που διεξήχθησαν στο βορρά, υπονοώντας την πιθανότητα ότι τα στρατεύματα εκατέρωθεν του Κιέβου θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να κάνουν το ίδιο, όπως στο Τσερνίχοφ και το Ζιτόμυρ». Παρόμοια, «οι επιδρομές που πραγματοποιήθηκαν βόρεια της Χερσώνας αύξησαν την πιθανότητα οι Ρώσοι να επιχειρήσουν την κατάληψη επιπλέον πόλεων, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η Οδησσός».
Το σημαντικότερο, κατά τον συντάκτη, είναι «η αποφυγή παράπλευρων απωλειών που προέκυψε, όχι μόνο από την εξαιρετική ακρίβεια των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και από τη συνετή επιλογή των στόχων», με αποτέλεσμα «οι εχθροί των Ρώσων να δυσκολευτούν να χαρακτηρίσουν χτυπήματα εναντία σε καύσιμα και πυρομαχικά, που ήταν σε μικρή απόσταση από περιοχές που κατοικούσαν και εργάζονταν πολίτες, ως κάτι διαφορετικό από κάθε άλλη επίθεση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις». Παρομοίως, «η ρωσική προσπάθεια για τη διακοπή της κυκλοφορίας στο ουκρανικό σιδηροδρομικό σύστημα θα μπορούσε να περιλαμβάνει επιθέσεις εναντίον σταθμών παραγωγής, που παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια τόσο στους πολίτες, όσο και στα τρένα, αλλά τέτοιες επιθέσεις θα είχαν ως αποτέλεσμα πολλές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές». Αντίθετα, «οι Ρώσοι επέλεξαν να χτυπήσουν μικρότερους υποσταθμούς, όπου βρίσκονταν μετασχηματιστές ενέργειας». Για τον λόγο αυτό, η επίθεση στο κτίριο δημόσιας τηλεόρασης της Ουκρανίας στο Κίεβο, το οποίο οι Ρωσοι ισχυρίστηκαν ότι έχει μετατραπεί σε φρούριο, «μείωσε σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα που επιτεύχθηκαν από τη συνολική ρωσική πολιτική του περιορισμού των πυραυλικών πληγμάτων σε προφανείς στρατιωτικούς στόχους».
Σε κάθε περίπτωση, ο Αμερικάνος στρατιωτικός αναλυτής συμπεραίνει, πως «οι τρεις ρωσικές χερσαίες επιχειρήσεις βασίζονται σημαντικά σε παραδοσιακά μοντέλα», αλλά την ίδια στιγμή, το «πρόγραμμα πυραυλικών χτυπημάτων εκμεταλλεύτηκε μια ικανότητα που δεν ήταν τίποτα λιγότερο από επαναστατική». Μάλιστα, με τους συνδυασμούς νέων και παλιών υλικών, οι Ρώσοι δείχνουν ότι «δεν ξεχνούν ότι ο πόλεμος, πέρα από τη φυσική ισχύ, είναι μια αντιπαράθεση σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο». Επισημαίνει πως ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η αρχή ενός «νέου Ψυχρού Πολέμου, συγκρίσιμου με αυτόν που τελείωσε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ», αλλά σε αυτή τη περίπτωση οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν «έναν αντίπαλο που αντλεί πολλά πολύτιμα στοιχεία από τη σοβιετική στρατιωτική παράδοση», χωρίς να περιορίζεται από αυτήν. «Αυτό που θα ήταν ακόμα χειρότερο, θα είναι να βρεθούμε να πολεμάμε μαθητές του Τζον Μπόιντ», γνωστού Αμερικανού στρατιωτικού θεωρητικού, που καθιέρωσε τη θεωρία των ελιγμών, καταλήγει…