Η επίσκεψη του προέδρου του Ιράν, Ιμπραήμ Ραϊσί στις τρεις «χώρες της Αντίστασης» στη Λατινική Αμερική, Βενεζουέλα, Νικαράγουα και Κούβα, δεν αποτέλεσε απλά μια «βόλτα» για την υπογραφή, έστω και σημαντικών ή πολύ σημαντικών, συμφωνιών και δεν αφορούσε μόνο στις ιρανο-λατινοαμερικάνικες σχέσεις. Τα αποτελέσματά της είναι ήδη ορατά και θα γίνουν ακόμη πιο ορατά στο μέλλον.
«Στις ΗΠΑ βλέπετε εξτρεμιστές παντού. Δεν υπάρχουν εξτρεμιστές, αλλά ένας κόσμος που ξυπνάει, λαοί που ορθώνουν το ανάστημά τους. Έχω, λοιπόν, την εντύπωση, κυρ-ιμπεριαλιστή δικτάτορα, πως θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σε έναν εφιάλτη. Γιατί όπου και να κοιτάς θα μας βλέπεις να αναδυόμαστε. Εμείς, που εξεγερθήκαμε κατά του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, εμείς που φωνάζουμε για ισότητα, σεβασμό, αυτοδιάθεση των λαών. Λέγε μας εξτρεμιστές, εμείς θα ορθώνουμε το ανάστημά μας απέναντι στην αυτοκρατορία, απέναντι σε αυτό το κυριαρχικό σου σύστημα». Πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες, ΟΗΕ, 2006
Η ομιλία του προέδρου Τσάβες στον ΟΗΕ, έχει μείνει στην ιστορία, καθώς ανέβηκε στο βήμα λέγοντας πως «μυρίζει θειάφι», εμμέσως χαρακτηρίζοντας σατανά τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μπους, που είχε προηγηθεί, αντιδρώντας στους χαρακτηρισμούς του περί “Άξονα του Κακού”, και τοποθετώντας τη χώρα του στον “Άξονα της Αντίστασης”. Κι έγινε και πάλι επίκαιρη, όχι μόνον λόγω της ανανέωσης των ιστορικών δεσμών μεταξύ ορισμένων εκ των “κρατών της αντίστασης”, αλλά και γιατί αυτή αντιμετωπίστηκε από τους “κομμουνιστοφάγους” ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ, ακριβώς με τον τρόπο που προέβλεψε ο Τσάβες.
Το νο2 της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ρεπουμπλικάνων και επικεφαλής της Ομάδας του Κογκρέσου για το Δυτικό Ημισφαίριο, εκλεγόμενη στην Φλόριδα και κόρη Κουβανών εμιγκρέδων, Μαρία Ελβίρα Σαλαζάρ, επετέθη στην κυβέρνηση Μπάιντεν διότι επιτρέπει «την εξάπλωση της επιρροής του Ιράν στην αυλή των ΗΠΑ» – χρησιμοποιώντας ακριβώς αυτό τον προσβλητικό, αποικιοκρατικό χαρακτηρισμό για την Λατινική Αμερική. Επέλεξε την Πέμπτη, ημέρα αποχώρησης του Ραϊσί από την Κούβα, για να ασκήσει την κριτική της, προσθέτοντας ότι «η ασθενική διακυβέρνηση Μπάιντεν επιτρέπει στους χειρότερους να διεισδύουν το ημισφαίριό μας ατιμώρητοι» και ότι «δεν έχει ξεκάθαρο όραμα για τη Λατινική Αμερική και επιτρέπει σε ανταγωνιστικά κράτη, όπως το Ιράν, να αποκτούν στενότερους δεσμούς στην αυλή [μας]… η επίσκεψη του [Ιρανού] προέδρου σε Κούβα, Βενεζουέλα και Νικαράγουα, έγινε αψηφώντας ξεκάθαρα τις ΗΠΑ, και αποδεικνύει την αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στη Λατινική Αμερική… Πρέπει να διορθώσουμε τις σχέσεις μας με τους φίλους μας στην περιοχή, ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στις χώρες που καλούν το τρομοκρατικό καθεστώς του Ιράν στο Ημισφαίριό μας», είπε μιλώντας σε αμερικάνικο τηλεοπτικό κανάλι.
Εκείνο για το οποίο δεν υπήρξε αναφορά είναι πως, ο Ραϊσί «πατάει» ακριβώς στην περίοδο Τσάβες, όταν ο ιστορικός ηγέτης της Βενεζουέλας, μαζί με τον τότε ιρανό πρόεδρο, επίσης «συντηρητικό», Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, συζητούσαν τα πάντα. Είναι αξέχαστοι οι χαρακτηρισμοί του Τσάβες για τον ιρανό ομόλογό του, που τον παρουσίαζε ως «μονομάχο του αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα» ενάντια στο «δολοφονικό χέρι της αυτοκρατορίας των γιάνκηδων, το Ισραήλ». Όσο για τον Αχμαντινετζάντ, κατάφερε να εξοργίσει όλο το θρησκευτικό σύστημα του Ιράν, αποχαιρετώντας τον Τσάβες, όταν ο τελευταίος έφυγε από τη ζωή το 2013, λέγοντας πως «ο Τσάβες θα επιστρέψει στο πλευρό του Ιησού την ημέρα της κρίσεως».
Οι δύο τους είχαν φέρει κοντά όχι μόνο τις δύο χώρες τους αλλά και όλη την κυβερνώμενη, τότε, από την αριστερά Λατινική Αμερική: την Κούβα του Φιντέλ, την Βολιβία του Έβο Μοράλες, τον Ισημερινό του Ραφαέλ Κορέα, τη Νικαράγουα του Ντανιέλ Ορτέγα. Ειδικά η Κούβα, και ο Φιντέλ, από το 1979, έχουν καλλιεργήσει και συνεχώς ενδυναμώνουν τις σχέσεις με το Ιράν, που με τη σειρά του βοηθούσε την κυβέρνηση Κάστρο [1]. Μετά τις επισκέψεις Αχαντινετζάντ στη Λατινική αμερική, η ετήσια βοήθεια του Ιράν προς την Κούβα έφτασε τα 200 εκατομμύρια δολάρια. Το 2001, κατά την επίσκεψη του Φιντέλ στην Τεχεράνη, τόσο εκείνος όσο και ο Χαμενεϊ αναφέρθηκαν εκτενώς στην θερμή σχέση των δύο κρατών. Πιο πρόσφατα, την περίοδο της πανδημίας, η Κούβα βοήθησε το Ινστιτούτο Παστέρ του Ιράν να αναπτύξει το εμβόλιο Pasteurcovac, στηριζόμενο στο κουβανικό soberana2, όπως και να το παράγει στις αναγκαίες ποσότητες.
Οι δεσμοί της χώρας με τη Λατινική Αμερική αδυνάτισαν με την επίτευξη της συμφωνίας για τα πυρηνικά, επί Ομπάμα και του «προοδευτικού» Ρουχανί, αλλά η μονομερής απόσυρση των ΗΠΑ, επί Τραμπ, από αυτήν, δημιούργησε εκ νέου την ανάγκη για δεσμούς με τις λοιπές χώρες που υπόκεινται σε καταχρηστικές κυρώσεις της Δύσης, που δεν έχουν καμία σχέση με τις κυρώσεις που επιβάλλει ο ΟΗΕ.
Το κτητικό μετά τη λέξη «Ημισφαίριο» που χρησιμοποίησε η αμερικανίδα επίσημη είναι αυτό που θα συνεχίσει να απομακρύνει τις χώρες της περιοχής – κι όχι μόνο στη Βενεζουέλα, Νικαράγουα και Κούβα, στις οποίες πάντως, όπως σωστά κατάλαβε η αμερικανίδα πολιτικός, η επίσκεψη δεν ήταν ούτε εθιμοτυπική ούτε επίσκεψη με το βλέμμα στραμμένο μόνο στις οικονομικές, επιστημονικές και στρατιωτικές συμφωνίες. «Έχουμε στρατηγική σχέση, κοινό όραμα και κοινούς εχθρούς», ανέφερε, την πρώτη κιόλας μέρα του στην περιοχή, από τη Βενεζουέλα, με την ειδική ενεργειακή σημασία που έχουν και οι δύο χώρες – την ίδια φράση είχε χρησιμοποιήσει, για τη Νικαράγουα, το 2007 ο Αχμαντινετζαντ.
Οι συμφωνίες με τη Βενεζουέλα, παραδοσιακή σύμμαχο και φίλη που έχει στηριχθεί στο Ιράν καθόλη την περίοδο των κυρώσεων, για να μπορέσει να κινήσει και διυλίσει το (βαρύ) πετρέλαιό της, ήταν επιδίωξη και της κυβέρνησης Μαδούρο. Οι κεντρικότερες συμφωνίες που υπεγράφησαν οδηγούν προς αυτήν την κατεύθυνση, μάλλον – “μάλλον” γιατί οι δύο πλευρές δε θέλησαν να δώσουν περισσότερα στοιχεία. Γνωρίζουμε όμως ότι πρόκειται για μία συμφωνία “για τη συνεργασία στα πετροχημικά” και άλλη μία που κατοχυρώνει την ίδρυση κοινής ναυτιλιακής εταιρείας των δύο κρατών, ιρανοβενεζουελανικης, για τη μεταφορά πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου. Πέραν τούτου, όπως ανέφερε ο πρόεδρος Ραϊσί, το μεταξύ των δύο κρατών εμπόριο τετραπλασιάστηκε μέσα σε ένα χρόνο, και οι προοπτικές δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη. «Πριν δύο χρόνια το επίπεδο της οικονομικής μας συνεργασίας ήταν στα 600 εκ δολάρια, φέτος ξεπέρασαν τα τρία δις, του χρόνου στοχεύουμε στα 10 δις με επόμενο στόχο τα 20 δις», είπε.
Σε κάθε περίπτωση, η διεθνής θέση του Ιράν έχει ενισχυθεί, ειδικά μετά την επενδυτική συμφωνία – μαμούθ με την Κίνα, μεταξύ άλλων και για το νέο δίκτυο υποδομών σιδηροδρομικής μεταφοράς με την Κίνα, στο οποίο η τελευταία επενδύει πάνω από 120 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά και την, πιο πρόσφατη, συμφωνία για την δημιουργία του ανταγωνιστικού προς το Σουέζ εμπορικού δρόμου, που συνδέει Ρωσία και Ινδία, δίνοντας το στίγμα μιας σχεδιαζόμενης, αν και ακόμη στα χαρτιά, ανεξάρτητης πολιτικής με στόχο την αποκοπή, χωρίς κόστος, των κρατών του Παγκόσμιου Νότου και του διπόλου Ρωσίας – Κίνας από την Ευρώπη. Στις λεπτομέρειες, αξίζει να αναφερθεί και ότι οι επενδύσεις αφορούν και στη δημιουργία νέων αγωγών πετρελαίου και, βεβαίως, ότι είναι πολύ πιθανό η Κίνα να στοχεύει έτσι, πια, και στη μεταφορά του τεραστίου αποθέματος λιθίου – με μια πρώτη εκτίμηση, 8,5 εκατομμυρίων μετρικών τόνων, δεύτερο μεγαλύτερο απόθεμα παγκοσμίως, μετά τη Χιλή- που εντοπίστηκε και ανακοινώθηκε το Φεβρουάριο από το Ιράν, πολυτιμότατη πηγή για την βιομηχανία της, για τη μεταφορά του οποίου έχει ήδη τις υποδομές. Η αναβάθμιση, διεθνώς, της χώρας είναι εξηγήσιμη, αφού φαίνεται να βγαίνει από την απομόνωση, αλλά και γιατί σήμερα κατέχει τα τρία πιο πολύτιμα βιομηχανικά αγαθά, πετρέλαιο, αέριο και λίθιο, με το τελευταίο να σχεδιάζει να το εμπορευτεί εμπορικά από το 2025.
Η αποκατάσταση των σχέσεων με την Σαουδική Αραβία και ο παλαιός και νέος πλούτος, στις γεωπολιτικές συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν δώσει νέα ώθηση στα ιρανικά σχέδια. Όπως κατέγραφε και η Τζερουσαλεμ Ποστ, «στόχος όλων αυτών των σχεδίων είναι να γίνει η χώρα πιο αυτόνομη οικονομικά και να στρέψει την οικονομία της προς τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία και άλλα κράτη» ενώ αναφέρει και τη συμμετοχή των Ρώσων «στην ανάπτυξη σιδηροδρόμων στο βόρειο Ιράν». Στόχος της Τεχεράνης και της Μόσχας, είναι η σύνδεση του Περσικού Κόλπου με την Κασπία σιδηροδρομικώς. Το μόνο πιθανό εμπόδιο – στο οποίο η ισραηλινή εφημερίδα αναφέρεται εμμέσως – είναι η επέκταση των σχεδίων αυτών ώστε να συμπεριλάβουν και το Αζερμπαϊτζάν, όπου το Ισραήλ είναι καλά εδραιωμένο, αλλά και η Τουρκία, η οποία κινείται από τους δικούς της στρατηγικούς στόχους.
Η σταδιακή υλοποίηση των σχεδίων αυτών εξηγεί και γιατί είναι πολύ λογικό να βαδίζουμε και σε “ανεπίσημη συμφωνία για τα πυρηνικά” με τις ΗΠΑ, αφού η πυρηνική ενέργεια δεν θα βοηθά τόσο ενεργειακά πια την, υπό παράνομες αμερικάνικες και ευρωπαϊκές κυρώσεις, χώρα. Και, βεβαίως, εξηγεί γιατί έχει κάθε λόγο να ανησυχεί το Ισραήλ, καθώς οι ίδιες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του Ιράν, όπως και οι σχέσεις του με άλλες ασιατικές δυνάμεις, και τα πυραυλικά προγράμματα που έχει ανακοινώσει (ασχέτως πυρηνικής ενέργειας) το μετατρέπουν σε παίκτη κλειδί των μελλοντικών εξελίξεων. Ακόμη και σε περίπτωση που τα ορυκτά καύσιμα περάσουν στα αζήτητα σε μερικά χρόνια, όπως ευελπιστεί η Ευρώπη, η χώρα θα διαθέτει ότι απαιτείται, δηλαδή λίθιο, για να επιβιώσει η νέα «πράσινη» βιομηχανία.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ταξίδι Ραϊσί στην Λατινική Αμερική αποτελεί και «άνοιγμα» σε άλλες χώρες της περιοχής. Ήδη, προ διμήνου, ο πρόεδρος της Χιλής, Γαβριήλ Μπόριτς, ανακοίνωσε το χιλιάνό λίθιο εθνικοποιείται, και πως η εξόρυξη του λιθίου, οι εταιρίες, και τα αποθέματα, θα είναι όλα κρατικά. Οι όποιες ιδιωτικές εταιρίες θα μπορούν να μπουν στην συγκεκριμένη παραγωγική αλυσίδα μόνο ως συνεταίροι του χιλιανού κράτους.
Από τις άλλες μεγάλες παραγωγούς, η μία, η Αυστραλία, ανήκει στο δυτικό στρατόπεδο, η Κίνα στη νέα διαμορφούμενη παγκόσμια συμμαχία, η Αργεντινή στις χώρες που «καλοβλέπουν» την ένταξή τους στα BRICS, όπως και το Ιράν, ενώ η Βραζιλία είναι βασικός μοχλός τους και κινεί, μαζί με την Κίνα, και τα της τράπεζάς τους, στην οποία προεδρεύει η πρώην πρόεδρος της χώρας, Ντίλμα Ρούσεφ.
Δεν είναι άστοχη η παρατήρηση κάποιων αναλυτών πως, είναι πολύ πιθανό το Ιράν να επιδιώκει τη δημιουργία ενός οργανισμού αντίστοιχου του OPEC για το λίθιο, άποψη που μετά χαράς φιλοξένησαν και κρατικά μέσα της Τεχεράνης, μαζί με τη διευκρίνιση ότι «οι πυραυλικές δυνατότητες του Ιράν, από τις πιο προηγμένες παγκοσμίου, προστατεύουν το λίθιο», κάτι που παραδέχεται και το Ισραήλ, άλλωστε. H ισραηλινή γεωπολιτική αναλύτρια, Ανάτ Χότσμπεργκ Μαρόμ, ανέλυε, μάλιστα, γιατί η εύρεση του λιθίου, του «νέου πετρελαίου», σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο ορυκτό πλούτο του Ιράν, φέρνει την Τεχεράνη σε «μια άνευ προηγουμένου γεωπολιτική και οικονομική θέση» η οποία «αλλάζει τις ισορροπίες στην περιοχή» και αποδυναμώνει τις όποιες συνέπειες των εις βάρος της Τεχεράνης κυρώσεων, ειδικά καθώς σε τεχνολογικό επίπεδο έχει πια την βοήθεια της Κίνας και της Ρωσίας – και μέσω αυτού την αποκτά πλέον και η Βενεζουέλα, η οποία χρειάζεται διακαώς επιδιόρθωση των πετρελαϊκών της εγκαταστάσεων.
Οι ισραηλινοί εκτιμούν πως «η παραγωγή του λιθίου θα βαθύνει ιδιαίτερα τις σχέσεις του Ιράν με την Κίνα και θα ενισχύσει την συμμαχία των αδεσμεύτων που τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο προσπαθούν να οικοδομήσουν απέναντι στον μονοπολικό κόσμο των ΗΠΑ». Οι νέες συνθήκες, αν και ασταθείς και διαρκώς εξελισσόμενες, φαίνεται να επιταχύνουν και την απο-δολλαριοποίηση, στην οποία το Ιράν παίζει κεντρικό ρόλο, καθώς ήδη από το 2013 έχει δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό στο SWIFT σύστημα, το SEPAM, στο οποίο ήδη έχουν «μπει» περί τις δεκαπέντε ασιατικές χώρες, όπως και η Ρωσία και η Λευκορωσία και ακόμη 13 κράτη που δεν έχουν κατανομαστεί, αλλά λογικά περιλαμβάνουν την Τουρκία και την Ινδία, ενώ αναμένεται να το χρησιμοποιήσουν όλα τα μέλη των BRICS, καθώς και τρίτες χώρες που έχουν δηλώσει ενδιαφέρον. Τα κράτη του παγκόσμιου Νότου ανησυχούν για το εύρος των κυρώσεων που μπορεί να τους επιβάλλει μονομερώς η Δύση, και ζητούν εναλλακτικές που θα διασφαλίζουν σταθερότητα στις συναλλαγές τους. Καθώς η μετατροπή του SWIFT σε όπλο προκαλεί παγκόσμια ανησυχία, η δημιουργία ενός ενδο-BRICS ανταλλακτικού συστήματος προχωράει.
[1] Παρεμπιπτόντως, την ίδια μέρα που ο Ραϊσί άφηνε την Αβάνα, ξεκινούσαν οι πτήσεις της βενεζουελάνικης Conviasa που συνδέουν Καράκας – Αβάνα – Μόσχα, προς ευτυχία των Ρώσων τουριστών, που έχουν ήδη αγοράσει άνω του 80% των καλοκαιρινών θέσεων για Κούβα και Βενεζουέλα.